Κριτικές

Απόψεις για τον Στέλιο Μοίρα και τη “Θέα από Μέσα”

thea-apo-mesa

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ Π. ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ

Το έργο του Στέλιου Μοίρα το γνωρίζω τόσο από τον πεζό όσο και από τον ποιητικό του λόγο. Και ο λόγος που το ξεχώρισα από τα πρώτα του κιόλας δείγματα είναι ότι αυτός ο νεαρότατος συγγραφέας, τηρώντας τους κανόνες και τα όρια, που κατά κάποιον τρόπο ex officio θέτουν τα είδη αυτά του λόγου, κατανέμει σοφά τη μεν ποιητική του δύναμη στα πεζά (αποφεύγοντας, όπως επανειλημμένα έχω πει, τον δολοφονικό κίνδυνο της ποιητικότητας), τη δε συγγραφική του δεινότητα σε ένα είδος ποίησης, αν μου επιτραπεί να το χαρακτηρίσω λίγο αιρετικά, ως ερωτικό έπος.

Έτσι είδα και την προηγούμενη συλλογή του, την Απλή γεωγραφία, με τον ίδιο τρόπο διάβασα και την ανά χείρας, τη Θέα από μέσα. Να ξεκαθαρίσω βέβαια πρώτα απ’ όλα τι εννοώ με τον παραπάνω όρο, που μπορεί να δηλώνει καταρχήν κάτι ασύμφωνο με τον ορισμό του κλασικού και δη του ηρωικού έπους, ήτοι «μεγάλος αριθμός στίχων, θεματολογία μυθολογική ή ιστορική ή διδακτική, πλούσια σε ιδεολογικά, πολιτιστικά, καλολογικά στοιχεία», ταυτόχρονα όμως στηρίζεται στην αφήγηση και η αφήγηση στη νεότερη εποχή σημαίνει λόγο πεζό.

Και ο Στέλιος Μοίρας εκτός από ποιητής είναι επίσης πεζογράφος. Σύγχρονος πεζογράφος, που τον απασχολεί ως τρίτο ψυχρό και αντικειμενικό μάτι η ψυχογράφηση των ηρώων του. Στη διαδικασία αυτή οφείλει να αφήσει απ’ έξω ασφαλώς προσωπικά του βιώματα –όχι εμπειρίες– που ωστόσο γονιμοποιούν το πεζογραφικό υλικό του, αλλά και τον δονούν προσωπικά, πρέπει όμως να βρουν έναν διαφορετικό λογοτεχνικό τρόπο να εξωτερικευτούν.

Ο λόγος πάντως παραμένει αδιάλειπτα και βαθύτατα ποιητικός, αφού διατηρεί τη θερμοκρασία και τον ιδιοσυγκρασιακό χαρακτήρα του παραληρηματικού ύφους του ποιητή, που έλκει μεν την καταγωγή, αλλά δεν αποτελεί αμιγή κληρονομιά του πρώιμου σουρεαλισμού.

Ο Αναγνωστάκης έλεγε ότι η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, αλλ’ ο καλύτερος τρόπος να κρύψουμε το πρόσωπό μας. Θα έλεγα πως αυτό ισχύει περισσότερο για την πεζογραφία. Η ποίηση αφήνει πολύ περισσότερο χώρο για προσωπική αποκάλυψη. Φυσικά, με το πέπλο της (ποιητικής) μορφής, της οποίας η ύφανση και μόνον προσδίδει στο ποίημα την αισθητική του αξία. Και εν ταυτώ δικαιολογεί και δικαιώνει τον λόγο, για τον οποίο, πέρα από την εξομολογητική διάθεση του ποιητή, έπρεπε το περιεχόμενο της προσωπικής αποκάλυψης να μετουσιωθεί σε ποίημα.

Εν προκειμένω, λοιπόν, και αφού απαντηθεί καταφατικά η τιθέμενη αφ’ εαυτής διερώτηση, αν έχουμε να κάνουμε πράγματι με ποίημα, θέτουμε στον εαυτό μας το επόμενο ερώτημα και γιατί αυτό έπρεπε να λάβει αυτή την πολύστιχη έκταση. Προσωπικά απαντώ, λόγω της διπλής ιδιότητας του ποιητή-πεζογράφου. Εξ ης και η κατ’ αναλογίαν προς τις ραψωδίες του έπους, ή προς τα κεφάλαια μυθιστορήματος, διαίρεση σε «τετράδια», όπως ονομάζει ο ποιητής τις επιμέρους ενότητες του συνθετικού του ποιήματος. Και η, κατ’ αναλογίαν επίσης προς την εξωτερική επική, εσωτερική εδώ αφήγηση, η οποία επικεντρώνεται στα ψυχικά παθήματα των «ηρώων». Στην ψυχογράφηση δηλαδή ενός ερωτικού ζεύγους, το ένα σκέλος του οποίου είναι και δεν είναι ο ίδιος ο ποιητής. Και η οποία ψυχογράφηση διευκολύνεται με τον παραπάνω τρόπο, με τον οποίο δομείται το έργο, σε τετράδια δηλαδή, τα οποία παραπέμπουν και σε γραφή ημερολογίου, καθώς εκτυλίσσεται χρονικά η πλοκή, που συνίσταται σε μιαν αντιπρόοδο της ερωτικής σχέσης. Ο λόγος πάντως παραμένει αδιάλειπτα και βαθύτατα ποιητικός, αφού διατηρεί τη θερμοκρασία και τον ιδιοσυγκρασιακό χαρακτήρα του παραληρηματικού ύφους του ποιητή, που έλκει μεν την καταγωγή, αλλά δεν αποτελεί αμιγή κληρονομιά του πρώιμου σουρεαλισμού.

Έγραφα στις 10 Ιουνίου 2017, στην παρουσίαση της προηγούμενης συλλογής του Μοίρα, Απλή γεωγραφία: «…υπερβαίνοντας το προσωπικό βίωμα, δηλαδή ξεφεύγοντας από την γήινη βαρύτητα μιας ερωτικής σχέσης, ταξιδεύει μόνος αλλά και στη μοναξιά του αυτή μάς συμπαρασύρει προς το διαρκώς διαστελλόμενο ερωτικό του σύμπαν. Στην απόλαυση των ποιητικών τοπίων, που πλάθει ο λεκτικός του πλούτος, που εκλύεται από μιαν αχαλίνωτη φαντασία και σχηματοποιείται σε φαινομενικά ασύνδετες εικόνες, στο πλαίσιο όμως μιας συγκεκριμένης μεγάλης τοιχογραφίας με κεντρικό θέμα, νοηματική συνοχή, αρώματα και ήχους της υπό εξέλιξη περιπλάνησης».

Για την ανά χείρας συλλογή θα προσέθετα μόνον ότι ο ποιητής, θεώμενος από μέσα πλέον το βίωμά του, προσπαθώντας να το εκλογικεύσει, περιστέλλει κατά το δυνατόν τη φαντασία του, γειώνεται όσο του επιτρέπει το προσωπικό πάθος, το οποίο όμως αρδεύει το ποιητικό έδαφος της προσωπικής αισθηματικής επικράτειας, που υπεραμύνεται με το ατομικό (και με τις δύο έννοιες) όπλο της ερωτικής αυτάρκειας. Αν όχι στον πραγματικό κόσμο, σ’ εκείνον της ποιήσεως, έτσι σχηματοποιείται το συγκεκριμένο ποίημα, ο κάλυκας που εγκλείει την ποιητική πυρίτιδα. Της οποίας η έκρηξη, αν εμάς, τους αναγνώστες συγκλονίζει, ακόμη και ως απόλαυση ενός πυροτεχνήματος, στον ποιητή προκαλεί ένα βαθύ έγκαυμα, μια χαίνουσα εσωτερική πληγή. Το πυροτέχνημα τότε μεταβάλλεται σε υπεριώδεις ακτίνες, που μας αποκαλύπτουν τα σωθικά του ποιητή και ίσως μας ταυτίζουν μαζί του.

Από την άλλη πλευρά έχω την εντύπωση ότι ο Στέλιος Μοίρας, ο ίδιος εν καμίνω, παρακολουθεί ταυτοχρόνως, έστω και κατά διαστήματα, τον εαυτό του κι απ’ έξω, όπως κι εμείς. Έξω από την κάμινο, με τη νηφαλιότητα που αιωρείται μεταξύ πυράς και καπνού. Βεβαιότητας και αμφιβολίας. Μονολογεί: «Να λες πως κάποια άλλη είναι η ζωή σου/ Πως τίποτα δεν έχει γίνει όπως το ξέρεις και το νιώθεις/ Παρεξήγηση;/ Λάθος στο μαιευτήριο;»

ΠΗΓΗ diastixo.gr
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΘΕΑ ΑΠΟ ΜΕΣΑ