Συνεντεύξεις

Ο Mark C. da Costa μιλά για το βιβλίο του Λύω, Σιωπή!

lio_siopi

Ο συγγραφέας Mark C. Da Costa και το βιβλίο του με έναν απόλυτα συμβολικό τίτλο “Λύω, σιωπή” που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΠΗΓΗ στον “Φιλαναγνώστη” μας.

Το πρώτο βιβλίο του Mark C. Da Costa είναι μια καλοδουλεμένη και συνάμα καλογραμμένη συλλογή διηγημάτων που περιλαμβάνει εκτός από τον Πρόλογο και τον επίλογο, τα διηγήματα “Ο Μικρός Χ” “Νύχτα Θανατόεσσα” “Τα Βαφτίσια” “Ταινία Χωρίς Όνομα” “Αφρός Πίσω Από τ’ αυτιά” “Αύριο Πάλη” “Το Δώδεκα” “Λύω, Σιωπή”.

Αξιοπρεπές, κοινωνικό, με εναλλαγές συναισθημάτων, κι όμως, αν και η κάθε ιστορία είναι αυτόνομη συμπληρώνει τελικά ένα πορτρέτο μιας ξεχωριστής προσωπικότητας. Κοινωνικό γιατί μέσα από τις σελίδες του περνούν στοιχεία κοινωνικής και οικογενειακής παθολογίας. Η ενδοοικογενειακή βία, η σεξουαλική κακοποίηση, ο εθισμός, ο ρατσισμός στην διαφορετικότητα, οι θύτες και τα θύματα, η σιωπή, η αλήθεια.

Καλωσορίζουμε τον Mark C. Da Costa και τον ευχαριστούμε για την συνέντευξη που μας παραχώρησε καθώς και τις εκδόσεις ΠΗΓΗ για την βοήθεια της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

 «7+1 ερωτήσεις από τον «Φιλαναγνώστη» Αυγερινού»

1)  Σε ποιο βαθμό η λογοτεχνική σας ενασχόληση μετατρέπεται σε ελευθερία στη ζωή σας;

Στο μέγιστο! Βέβαια, το ίδιο αποτέλεσμα πιστεύω πως προκύπτει από κάθε ενασχόληση με τις Τέχνες εν γένει, αλλά προπάντων και κατεξοχήν με την Τέχνη του Λόγου που είναι η Τέχνη της Επικοινωνίας. Από τη μία, η απόλυτη εκτόνωση του εγωισμού με το σύμπλεγμα του θεού να μπαίνει σε λειτουργία καθώς μπορείς να ορίζεις τα πάντα στα έργα σου και από την άλλη, η αμιγώς και εξολοκλήρου ψυχική και συναισθηματική κατάθεση, οδηγούν στην κατάκτηση της απόλυτης ελευθερίας. Όταν γράφω αισθάνομαι πραγματικά ζωντανός με έναν πολύ μοναδικό τρόπο που δε συγκρίνεται με τίποτα άλλο. Νιώθω ταυτόχρονα τόσο θνητός και τρωτός, αντιλαμβανόμενος το βάρος της ευθύνης της ύπαρξής μου μέσα από τις λέξεις μου, μα συνάμα ένα μοναδικό είδος αθανασίας. Κι αν αυτό δεν είναι πραγματική ελευθερία, τότε δεν ξέρω τι είναι.

2) Πότε καταλάβατε για πρώτη φορά τη ροπή σας προς τη γραφή;

Μάλλον η γραφή με είχε διαλέξει από πάντα και όχι εγώ αυτήν ενσυνείδητα. Αρχικά από το σχολείο ακόμα, ποτέ δεν έγραφα συμβατικές εκθέσεις και γυρνώντας σπίτι, αποτινάσσοντας τον περιορισμό των λέξεων, κατάφερνα να καταγράφω όλα τα ανείπωτα που δε χωρούσαν στα καλούπια και τους κομφορμισμούς του εκπαιδευτικού συστήματος. Σε δύο διαγωνίσματα μαθηματικών στο Λύκειο που δεν καταλάβαινα καλά-καλά τις εκφωνήσεις, απάντησα γράφοντας δύο διηγήματα. 15 και 17 είχα πάρει κι ακόμα το θυμάμαι, χαχα!  Ωστόσο, νομίζω πως κομβικό σημείο αποτέλεσε η εφηβεία που οι συναισθηματικές και αναπτυξιακές εναλλαγές διαδέχονταν η μία την άλλη και ο μοναδικός τρόπος για να επικοινωνήσω, ήταν η γραφή. Τότε ξεκίνησα να συμμετέχω στους πρώτους μου λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και ήρθαν οι πρώτες μου βραβεύσεις που επιβεβαίωσαν τη ροπή μου και με ώθησαν στο να την καλλιεργήσω.

3)  Ακολουθείτε κάποιο συγκεκριμένο πρόγραμμα την περίοδο που γράφετε;

Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο χρονικό πρόγραμμα κατά τη συγγραφική περίοδο και αυτός είναι και ο κατεξοχήν λόγος που ποτέ δεν ολοκληρώνω στον εκτιμώμενο χρόνο όσα θέλω να γράψω, χαχα! Υπάρχει όμως μια πολύ συγκεκριμένη «ιεροτελεστία» που περιλαμβάνει το αγαπημένο μου καφέ, ακουστικά, το εκάστοτε τραγούδι-κόλλημα σε επανάληψη με τις ώρες και άπειρες λευκές κόλλες χαρτί που σταδιακά γεμίζουν με μελάνι και μουτζούρες. Εκεί βγαίνει η ραχοκοκαλιά και σαν υπέρηχος εκεί αποτυπώνονται τα πρώτα καρδιοχτύπια κάθε ιδέας.

4) «Πάντα φανταζόμουν τον παράδεισο σαν ένα είδος βιβλιοθήκης», έχει γράψει ο Μπόρχες. Είναι πράγματι ο παράδεισος κρυμμένος στις γραμματοσειρές της παγκόσμιας λογοτεχνίας;

Σε εμένα που είμαι βιβλιοφάγος και λάτρης της γραφής, η απάντηση στο ερώτημα αυτό μοιάζει σχεδόν αυτονόητη. Ο παράδεισος για εμένα βρίσκεται όντως κρυμμένος ανάμεσα σε αράδες βιβλίων, ποιημάτων, στίχους τραγουδιών, ατάκες σεναρίων και σ’ όλες τις μορφές λογοτεχνίας που μπορώ να βρω σε οποιαδήποτε μορφή. Μπορώ να φέρω κατά νου πολλές φορές που η γραφή έχει “σώσει τη ζωή μου” και έχει δράσει λυτρωτικά στην ύπαρξή μου βγάζοντάς με από βαθιά σκοτάδια, οδηγώντας με στο φως.

5) Ποιο νομίζετε ότι θα είναι το μέλλον του ελληνικού βιβλίου τα επόμενα χρόνια;

Η σοφή λαϊκή ρήση «είναι όλα θέμα παιδείας» ξεκινώντας εννοείται από το σπίτι, νομίζω πως αποτελεί και την πιο φαεινή ακτίνα φωτός που θα μπορούσε να έρθει στο ζοφερό μέλλον του ελληνικού βιβλίου και πραγματικά μακάρι να έρθει! Για να μην είμαι όμως απόλυτα πεσιμιστής, παρατηρώ νέες γενιές ανθρώπων να ασχολούνται συστηματικά με τη γραφή, την ανάγνωση και την προώθηση αυτής και οι ενέργειές τους να έχουν και μεγάλο αντίκτυπο, οπότε για όλα μάλλον υπάρχει plot twist. Το μόνο σίγουρο είναι πως όσο υπάρχουν άνθρωποι που πηγαία αγαπούν την τέχνη που υπηρετούν, αυτό θα επηρεάζει και θα οδηγεί τους ανθρώπους να ανακαλύψουν τις δουλειές τους. Ό,τι είναι πραγματικό, πάντα κάνει τη διαφορά.

6) Είναι η φιλαναγνωσία μια εσωτερική επανάσταση και πώς βλέπετε τη σχέση των νεαρότερων γενιών με το βιβλίο;

Η φιλαναγνωσία στις μέρες μας αποτελεί από μόνη της μια “επαναστατική” πράξη, που όσοι την ασκούν, γνωρίζουν καλύτερα απ’ τον καθένα πως η πραγματική μάχη, η πραγματική επανάσταση ξεκινά εκ των έσω. Με την αναμόχλευση της ψυχής, τη δραστηριοποίηση του εγκεφάλου και της φαντασίας που παίρνει τις λέξεις και τις μετατρέπει σε σχήματα και χρώματα δίνοντας μορφές σε ήρωες και σε κόσμους ολόκληρους. Με κάθε άνοιγμα ενός καινούριου βιβλίου, με κάθε γύρισμα σελίδας έρχονται νέες προσλαμβάνουσες, νέες ιδέες, νέοι χαρακτήρες και νέες εσωτερικές αναταραχές και προβληματισμοί.

Από τα μαθητικά χρόνια ακόμη, η επαφή με τα βιβλία εναπόκειντο στη στεγνή αποστήθιση ενισχύοντας μία επικρατούσα απέχθεια προς το διάβασμα. Ωραίος ο εξωραϊσμός της πραγματικότητας, μα όσο σκληρή κι αν είναι, προτιμότερη η αλήθεια. Ζούμε στην εποχή που λατρεύει το εύκολο. Το εύκολο χρήμα, το εύκολο σεξ, την εύκολη διασκέδαση, την εύκολη συγκίνηση και ό,τι άλλο μπορεί να αποκτηθεί με τη λιγότερη καταβολή κόπου. Το ίδιο παράδειγμα θέτουν και τα μίντια  που προβάλλουν αποκλειστικά σχεδόν κενά πρότυπα χωρίς να δίνουν βήμα σε καλλιτέχνες και πνευματικούς ταγούς. Για αυτά όμως, δεν επιρρίπτω ευθύνες στη νέα γενιά, μιας και αυτή είναι απλά απότοκο της προηγούμενής της. Η κάθε νέα γενιά είναι πηλός, που μπορεί να σμιλευτεί και να γαλουχηθεί στα χέρια του εκάστοτε γλύπτη. Έτσι, παρόλο που δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη κλίση στην αναγνωστική διαδικασία, πιστεύω πως αυτό είναι κάτι που μπορεί να αλλάξει σταδιακά και να καθιερωθεί ένα ζύγι πάνω στο οποίο να χωρούν όλοι και όλα.

7) Είναι η συγγραφή ένας μοναχικός δρόμος, ένας τρόπος για να δημιουργήσουμε μέσα μας νέες ιδέες και να έρθουμε σε επαφή με τη γνώση μιας ολόκληρης εποχής για να κατανοήσουμε καλύτερα, εν τέλει, και τον εαυτό μας;

Για εμένα η συγγραφή ξεκίνησε σαν μια άσκηση ψυχανάλυσης σε έναν καιρό εσωτερικής αναζήτησης, οπότε γνωρίζω εκ πείρας πως μπορεί να λειτουργήσει αρωγικά στο να γνωρίσει κανείς τον εαυτό του. Μέσα απ’ αυτές τις ασκήσεις έχω οδηγηθεί στο γεγονός πως η συγγραφή λειτουργεί κάπως επαγωγικά. Από το ειδικό στο γενικό, αφού πιστεύω πως αν κανείς δε γνωρίσει πρώτα και δεν αποδεχθεί τον εαυτό του, τόσο πιο δύσκολο είναι να βρει και να διεκδικήσει την θέση του σ’ αυτόν τον κόσμο και κατ’ επέκταση να γνωρίσει και τον ίδιο τον κόσμο. Φυσικά και η συγγραφική οδός είναι στενή και δύσβατη, αλλά στο διάβα της μπορεί κανείς να ανακαλύψει νέα ψυχικά και συναισθηματικά όρια. Ακόμη μέσω της έρευνας που απαιτείται για τη συγγραφή μπορεί επίσης κανείς να κερδίσει σε γνώσεις, να εμπνευστεί απ’ αυτές γεννώντας καινές ιδέες και να κατανοήσει καλύτερα τον περιβάλλοντα χώρο, ξεκινώντας από τη γειτονιά, την κοινωνία, το σύστημα, τη χώρα και εν κατακλείδι τον κόσμο ολόκληρο.

8)  Πείτε μας δυο λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο.

Το «Λυώ, σιωπή!» είναι το πρώτο μου επίσημο έργο. Εμπνέεται από τη ζωή και τις καθοριστικές της στιγμές. Μέσα στα 8 του διηγήματα βρίσκει τους πρωταγωνιστές του πάνω στις πιο καθοριστικές στιγμές της ζωής τους, κάνοντας ψυχογραφικές βουτιές στα θολά νερά που οι προβληματισμοί τους δημιουργούν. Έχει αμιγώς κοινωνική θεματολογία θίγοντας μια πληθώρα ευαίσθητων ζητημάτων. Καταπιάνεται ανοιχτά με ιστορίες LGBTQ+ περιεχομένου και ασχολείται ταυτόχρονα με τερματικές νόσους, με περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης, με εθισμούς, με τυπολατρικές και εθνικιστικές τάσεις και ρατσιστικών φαινομένων απέναντι σε κάθε μορφή διαφορετικότητας.

Το “Λύω σιωπή!” είναι μια σειρά διηγημάτων γραμμένη στο πέρασμα του πιο μεταβατικού σταδίου της ζωής μου μέχρι σήμερα. Ο δίσημος τίτλος, οφείλει σ’ ένα ποσοστό τη γένεση και την αύξησή του, στο σκύλο μου τον Λύω, και την οικεία φράση που επαναλαμβάνω συχνά πυκνά, μαλώνοντάς τον όταν με τρελαίνει. Η άλλη και η μεγαλύτερη όψη του, οφείλεται στην πραγματοποίηση της κάθαρσής που επέρχεται καθώς “λύνω την σιωπή” μου για τις ιστορίες αυτές, που με έμαθαν να ανασαίνω και πάλι μέσα από λέξεις και ήρωες ατελείς.

 “Ποτέ μου δεν πίστεψα πως ήμουν ιδιαίτερα καλός στα λόγια. Ποτέ δεν είχα την απαραίτητη αυτοπεποίθηση να εκφράσω τις λέξεις που εκρήγνυντο μέσα μου, με αποτέλεσμα για χρόνια ολόκληρα να τις αφήνω να σκάνε και να μετράνε θύματα κάθε φορά που κατάφερναν να εκτονωθούν.
Το “Λύω σιωπή!” είναι μια σειρά διηγημάτων γραμμένη στο πέρασμα του πιο μεταβατικού σταδίου της ζωής μου μέχρι σήμερα. Ο δίσημος τίτλος, οφείλει σ’ ένα ποσοστό τη γένεση και την αύξησή του, στο σκύλο μου τον Λύω, και την οικεία φράση που επαναλαμβάνω συχνά πυκνά, μαλώνοντάς τον όταν με τρελαίνει. Η άλλη και η μεγαλύτερη όψη του ωστόσο, οφείλεται στην πραγματοποίηση της κάθαρσής μου που επέρχεται καθώς “λύνω την σιωπή” μου για τις ιστορίες αυτές, που με έμαθαν να ανασαίνω και πάλι μέσα από λέξεις και ήρωες ατελείς. Πρωταγωνιστές που ρίχνονται στο στίβο της ζωής με την ελπίδα όχι του να τερματίσουν πρώτοι, αλλά, με τ’ όνειρο ότι θα τερματίσουν αρτιμελείς και ακέραιοι κάποτε, παρά τα όσα κομμάτια τους έχασαν στο δρόμο.
Δεν είναι παρά ψήγματα επεισοδίων από το μόχθο τους που και εγώ ο ίδιος όταν λιγοψυχώ, τα λησμονώ, αλλά δεν υπάρχει καλύτερη κάρτα μνήμης από την καρδιά για να μ’ επαναφέρει με τον χτύπο της. Οι ιστορίες εκκρεμούν ανάμεσα στον κόσμο της μυθοπλασίας και στον κόσμο του ρεαλισμού. Είναι μερικά από εκείνα τα επεισόδια που παραλείπονται από την κεντρική αφήγηση των παραμυθιών. Δεν οδηγούν απαραίτητα στην ευτυχή τους κατάληξη και έτσι μένουν να αιωρούνται αινιγματικά πάνω από την λέξη “Τέλος”.”

ΠΗΓΗ filanagnostisavgerinouvirginia.blogspot.com
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΛΥΩ ΣΙΩΠΗ