Η Θλίψη Δεν Είναι Ντροπή: Σκέψεις για την Ελευθερία Έκφρασης
Από τη συγγραφέα Σοφία Τζαφέρη
Πολλές φορές νιώθουμε πως η θλίψη είναι κάτι ασύμφορο· ένα συναίσθημα που πρέπει να κρύβεται. Μεγαλώνουμε – έχουμε ήδη μεγαλώσει – με την πεποίθηση ότι η λύπη καλό είναι να αποσιωπάται. Ότι οι πράξεις ή τα λόγια που γεννούν θλίψη, πρέπει να περιορίζονται «για το καλό μας», προκειμένου να συμμορφωθούμε, να μάθουμε, να προσαρμοστούμε.
Κι όμως, η θλίψη είναι ένα από τα βαθύτερα και πιο ανθρώπινα συναισθήματα. Προκαλείται από τόσες αιτίες, και είναι πάντα έντονη – τόσο για εκείνον που τη βιώνει όσο και για εκείνον που τη βλέπει. Πολλές φορές, δεν γεννιέται μόνο από την απώλεια, αλλά και από την εσωτερική σύγκρουση: τη σύγκρουση ανάμεσα σε αυτό που ζούμε και σε αυτό που επιθυμούμε να ζούσαμε.
Η θλίψη, ως βίωμα, δεν είναι παρεκτροπή. Είναι η φυσιολογική απάντηση του οργανισμού στον πόνο, στην ανασφάλεια, στην αλλαγή. Και πώς να μην είναι άλλωστε, όταν μιλάμε για θάνατο, για ασθένεια, για βαθιά απώλεια – για όλα όσα χάνονται και μας ήταν πολύτιμα;
Μέσα σε μια κοινωνία που διαρκώς προτρέπει το χαμόγελο και την αυτάρκεια, η ελευθερία έκφρασης του πόνου μοιάζει σχεδόν απαγορευμένη. Κι όμως, είναι δικαίωμα. Και ανάγκη.
Η πραγματική δύναμη: η ελευθερία έκφρασης του πόνου
Η απώλεια, ο θάνατος, οι ελλείψεις και εκείνα τα γεγονότα που δεν φανταζόμασταν ποτέ ότι θα ζήσουμε, έρχονται κάποια στιγμή για όλους. Κάτι θα μας πονέσει – πάντα κάτι έρχεται – και φέρνει μαζί του θλίψη, αγωνία, πόνο, απελπισία, μοναξιά.
Μέσα σε όλα αυτά, οι άνθρωποι αναζητούν την ελευθερία – και, πιο συγκεκριμένα, την ελευθερία της ειλικρινούς έκφρασης. Μια έννοια που συχνά παρερμηνεύεται. Αντί να σημαίνει το δικαίωμα να μιλάμε ανοιχτά για όσα νιώθουμε, καταλήγει να χρησιμοποιείται ως άλλοθι: για να δείχνουμε δυνατοί, να εντυπωσιάζουμε, να κρατάμε μια εικόνα.
Είναι όμως αυτό δείγμα έκφρασης; Είναι ελευθερία;
Όταν προσπαθούμε να φανούμε χαρούμενοι ενώ μέσα μας πονάμε· όταν γελάμε γιατί έτσι “πρέπει” – στη δουλειά, στο σπίτι, με τους φίλους – τι ακριβώς εκφράζουμε; Και ποιον εξυπηρετεί αυτή η “κανονικότητα”;
Όταν η ισχύς και η δύναμη εκφράζονται μέσα από τη σκληρότητα και την απουσία συναισθήματος, δεν είναι πάντα ένδειξη αυτοπεποίθησης. Συχνά πηγάζουν από την έλλειψη σεβασμού προς τα συναισθήματα της παιδικής ηλικίας ή από την επιβολή μιας ιδέας που επαναλαμβάνεται αδιάκοπα: πως οφείλουμε να είμαστε δυνατοί – και ιδανικά, να μη δείχνουμε, ή ακόμα και να μην έχουμε καθόλου ευαισθησίες.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η ελευθερία έκφρασης των πιο ευάλωτων συναισθημάτων – εκείνων που γεννιούνται από τη συγκίνηση, τον πόνο, τη θλίψη – συχνά θεωρείται «προσωπικό βάρος», ένδειξη αδυναμίας.
Κι όμως, ζούμε στην εποχή της εικόνας· μια εποχή όπου προβάλλουμε ασταμάτητα τον εαυτό μας, χωρίς όμως να χωράνε τα πιο δικά μας αισθήματα. Τα ειλικρινή. Εκείνα που φανερώνουν την εύθραυστη, και συνεπώς ανθρώπινη, πλευρά μας.
Είναι, τελικά, ευάλωτος αυτός που εκφράζει ανοιχτά τα συναισθήματά του; Ή είναι πιο γενναίος – γιατί τολμά να είναι ειλικρινής, πρώτα απέναντι στον εαυτό του, και έπειτα απέναντι στην κοινωνία· διεκδικώντας, με κάθε του λέξη, την ελευθερία έκφρασης;
Η ελευθερία έκφρασης ως πυρηνική ανάγκη της ανθρώπινης ύπαρξης
Εγώ επιλέγω το δεύτερο. Η ελευθερία έκφρασης δεν περιορίζεται στην εικόνα, ούτε ορίζεται από τα «πρέπει» και το «ανήκειν». Βασίζεται στην αλήθεια· στο να εκφράζεις χωρίς ενοχή συναισθήματα βαθιά ανθρώπινα: τη θλίψη, τον πόνο, τη μελαγχολία – και ό,τι άλλο γεννιέται ως αντίδραση σε αυτά.
Κι όμως, οι άνθρωποι έχουν μάθει να τα κρύβουν. Να δείχνουν άλλα συναισθήματα: χαρά αντί για λύπη, θυμό αντί για θλίψη· να μη δείχνουν καν αν πονάνε, αν λυπούνται, αν κουβαλούν βάρος.
Ποιος θέλει να τον λυπούνται; Ποιος θέλει να τον αμφισβητούν;
Έτσι ο πόνος κρύβεται. Θάβεται. Σαν να εξαφανίζεται. Κι όμως, παραμένει. Μέχρι να βγει στην επιφάνεια πιο δυνατός απ’ όλες τις χαρές μαζί. Πιο δυνατός απ’ όλα τα μυστικά. Πιο δυνατός κι από κάθε βιτρίνα. Κι αυτή η αποκάλυψη, αυτή η αποδοχή, είναι δύναμη. Είναι λύτρωση.
Η ανακούφιση που φέρνει η απλή, ανθρώπινη παραδοχή πως πονάμε, μας φέρνει κοντά στην πραγματική ελευθερία έκφρασης. Εκείνη την ελευθερία που μας φανερώνει κομμάτια του εαυτού μας που αγνοούσαμε ότι υπήρχαν. Δε χρειάζεται πάντα να προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε το γιατί, το πώς.
Αρκεί να αφήσουμε το συναίσθημα να βρει δρόμο. Να βρει χώρο. Να πάρει μορφή: σε λέξεις, σε στίχους, σε πράξεις – ή ακόμη και σε μια απλή φράση: Γιατί πονάω.
Η ελευθερία έκφρασης ως θεμέλιο συλλογικότητας
Αυτό που ζούμε ατομικά, γίνεται ουσιώδες όταν αναγνωρίζεται συλλογικά. Η παραδοχή της θλίψης, του πόνου, της απώλειας και της φθοράς είναι μια πράξη απελευθέρωσης. Μας φέρνει κοντά σε αυτό που είμαστε: ευαίσθητοι, θνητοί, παρόντες.
Η ελευθερία έκφρασης δεν εξαντλείται στις ιδέες και τις απόψεις. Χωράει και τα συναισθήματα που δεν λέγονται εύκολα· εκείνα που βαραίνουν αλλά ζητούν να ειπωθούν, γιατί είναι κομμάτι μας. Όσα πονάνε, είναι και πάλι “εμείς”.
Η συνοχή μιας κοινωνίας στηρίζεται στην ελευθερία έκφρασης της σκέψης, της τέχνης, των συναισθημάτων. Οφείλει να είναι παρούσα παντού: στη λογοτεχνία, στον διάλογο, ακόμα και στην κριτική. Η ανάγκη για ελευθερία έκφρασης των επώδυνων συναισθημάτων υπάρχει – ακόμα κι αν δεν αναγνωρίζεται συχνά. Είναι ένας τρόπος να μένουμε κοντά στον εαυτό μας, και ο ένας στον άλλον· ένας τρόπος να υπάρχουμε μέσα σε μια κοινωνία που ακούει.
Σε έναν κόσμο που εξιδανικεύει το χαμόγελο, η έκφραση της λύπης γίνεται πράξη αντίστασης
Δεν γίνεται να είναι όλα ωραία. Δεν γίνεται να παραμένουμε σιωπηλοί απέναντι στη θλίψη, ή να αρνούμαστε το γεγονός που τη γεννά. Από την αναγνώριση αυτής της πραγματικότητας γεννιέται η αλληλεγγύη. Η συλλογικότητα.
Ο πόνος του ανθρώπου δίπλα μας δεν είναι αποκλειστικά δικός του. Προέρχεται από κάτι που, υπό άλλες συνθήκες, θα μπορούσε να είχε συμβεί στον καθένα μας. Και γι’ αυτό μας αφορά όλους. Ίσως να μη μπορούμε πάντα να βοηθήσουμε. Αλλά μπορούμε να ακούσουμε. Να σταθούμε. Να καταλάβουμε. Να προσπαθήσουμε ανάλογα με την περίσταση και με τις δυνατότητές μας.
Εκεί αντιλαμβάνεται κανείς και το τι σημαίνει ανθρωπιά. Εκεί εκλείπει η αδιαφορία. Εκεί φωτίζεται η πραγματικότητα, και γιατί όχι, ανοίγει ο δρόμος για την επίλυση προβλημάτων που αλλιώς θα έμεναν στο σκοτάδι.
Προβλήματα που, όσο δεν αναγνωρίζονται, μετατρέπονται σε θλίψη. Και η θλίψη – καταπιεσμένη από μια ωραιοποιημένη ελευθερία έκφρασης – μπορεί να γίνει εξουθενωτική.
Η ευαλωτότητα υπάρχει, είναι πραγματικότητα. Αυτό που συχνά απουσιάζει είναι η αποδοχή της. Κι όμως, η ανάγκη για ελευθερία έκφρασης, ακόμα και των πιο «σκοτεινών» συναισθημάτων, δεν σταματά – επιμένει.
Το να ζητάς στήριξη, το να μπορείς να λες ότι δεν αντέχεις, δεν είναι αδυναμία. Είναι ανάγκη. Και δεν είναι προσωπική υπόθεση· αφορά όλους. Γιατί κανείς δεν ζει μόνος του. Όλοι είμαστε κομμάτι ενός συνόλου. Αν δεν μπορείς να μιλήσεις για την αδικία, την ταπείνωση ή τη θλίψη σου, χάνεις κάτι παραπάνω από την ανακούφιση της εξωτερίκευσης. Χάνεις τη δυνατότητα να αλλάξεις αυτό που σε βαραίνει. Να το μετασχηματίσεις σε κάτι άλλο.
Μια κοινωνία που σωπαίνει μπροστά στον πόνο ή τον υποτιμά, δεν γίνεται πιο δυνατή. Αντίθετα, γίνεται πιο εύθραυστη. Δεν στηρίζεται στην αντοχή και την ανάκαμψη, αλλά στη σιωπή – και τελικά στον διαρκή τραυματισμό.
Γι’αυτό η ελευθερία έκφρασης δεν είναι μόνο άποψη ή αφηρημένη διεκδίκηση. Είναι τρόπος ύπαρξης. Είναι το δικαίωμα να πονάς φανερά, χωρίς να φοβάσαι την απόρριψη. Χωρίς να ντρέπεσαι. Κι ίσως, μέσα απ’ αυτό, να μπορέσεις να αλλάξεις λίγο τον εσωτερικό – και τον εξωτερικό σου – κόσμο. Να τον φέρεις πιο κοντά σε αυτό που ελπίζεις.
Προς μια ελευθερία της ειλικρινούς έκφρασης: μια κοινή μας διαδρομή
Πάντα καταλήγω, και θα καταλήγω, στο συμπέρασμα ότι η θλίψη δεν είναι κάτι που πρέπει να κρύβουμε. Είναι κάτι που, όταν μοιράζεται, μπορεί να κρατήσει όρθιο το άτομο και να δώσει στον καθένα μας έναν τρόπο να μένει συνδεδεμένος με τον εαυτό του και κυρίως, με την κοινότητα.
Αυτό το άρθρο είναι μια απόπειρα να αποτυπώσω με λόγια όσα συχνά μένουν μέσα μας άρρητα. Με την ίδια ανάγκη – να ειπωθεί το ανείπωτο και να κατανοηθεί το δυσνόητο – γράφτηκαν και τα ποιήματα της συλλογής μου Ζωή και Θάνατος.
Δεν τα έγραψα για να εξηγήσω. Τα έγραψα πρώτα για να κατανοήσω και, ύστερα, για να ακουστούν συναισθήματα που συχνά αποσιωπούμε. Η συνδιαλλαγή μου με τη θλίψη, την απώλεια και την τρυφερότητα που πονάει, με έφερε πιο κοντά στον εαυτό μου – και στην κοινότητά μου. Μου φανέρωσε τρόπους που έως τότε μου ήταν άγνωστοι. Μου έδειξε τη δύναμη της ελεύθερης έκφρασης και της αποδοχής.
Η ποίηση ήταν – και παραμένει – για μένα ένας τρόπος να υπάρχω με ειλικρίνεια· ένας τρόπος να αφήσω το μέσα μου να φανεί. Να συνδεθώ.
Αν κάτι μέσα σου αναγνώρισε την αλήθεια αυτού του πόνου, ίσως ήρθε η στιγμή να του δώσεις χώρο. Να τον γράψεις, να τον μιλήσεις, να τον νιώσεις. Και αν αναζητάς συντροφιά σε αυτή τη διαδρομή, η ποιητική συλλογή Ζωή και Θάνατος μπορεί να σταθεί δίπλα σου. Βρες την ΕΔΩ.