Ένα βραβευμένο βιβλίο θέτει το πιο ανθρώπινο ερώτημα: Τι σημαίνει να υπάρχω;
Γράφει ο καθηγητής Μηχανικής Μάθησης του ΕΚΠΑ, Σέργιος Θεοδωρίδης
«Η συνείδηση της Λούσια» δεν μας μιλάει για το μέλλον. «Η συνείδηση της Λούσια» δεν μας μιλάει για κάποιο ρομπότ. Το ρομπότ, κατά την άποψή μου, είναι η αφορμή. Μέσα από τη φαινομενικά απλή, γλαφυρή και περίτεχνα λογοτεχνική πλοκή τίθεται ένα βαθύ φιλοσοφικό ερώτημα. Το βιβλίο περιστρέφεται γύρω από αυτό το ερώτημα, που το ξεδιπλώνει στο χρόνο και στον τόπο. Γιατί ο χρόνος και ο τόπος είναι εγγενή στοιχεία της απάντησης του ερωτήματος.
Στην αρχή της λογοτεχνικής αυτής μυθοπλασίας, ο Αλέξανδρος κοιτώντας το είδωλό του στον καθρέφτη αναστοχάζεται και η συγγραφέας μας λέει: «Τα τελευταία χρόνια η ζωή του είχε μετατραπεί σε μια ατέρμονη ακολουθία αυτοματοποιημένων διαδικασιών. Παρέμεινε μπροστά στον καθρέφτη, και κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια του. Είχε καιρό να κοιταχθεί έτσι. Να αναρωτηθεί, να διαπιστώσει, να συγκρίνει, τί είχε χαθεί και τι είχε μείνει ανέπαφο αυτά τα χρόνια. Περιπλανήθηκε αναζητώντας τις στιγμές όπου η αυθεντική εμπειρία δεν είχε αντικατασταθεί από την Τεχνολογία».
Υπαρξιακά ερωτήματα σε ένα βραβευμένο βιβλίο
Η συγγραφέας με τις γραμμές αυτές μας φέρνει αντιμέτωπους με το βίωμα της επίγνωσης που αναδύεται τυχαία, μέσα από την ενδεχομενικότητα της ζωής, αλλά την ώρα που το βίωμα αυτό της επίγνωσης προβάλει, αυτόματα θέτει και το αδήριτο ερώτημα. «Ποιος είμαι, τι σημαίνει υπάρχω ως άνθρωπος, ως αυθεντικότητα».
Η στιγμή αυτή της επίγνωσης, και το ερώτημα που αυτή δρομολογεί, παίζουν κυρίαρχο ρόλο στην υπαρξιακή φιλοσοφική λογοτεχνία και φιλοσοφία γενικότερα. Είναι οι αντίστοιχες στιγμές, που ο Αντουάν Ροκαντέν, στη Ναυτία του Σαρτρ, θέτει το ίδιο ερώτημα όταν το βλέμμα του εστιάζει στην περίεργη ρίζα του δέντρου, και όταν ο Ζαν-Μπατίστ Κλαμάνς, στο έργο του Καμύ η Πτώση, αντικρύζει μια νεαρή γυναίκα που πέφτει στα νερά του ποταμού από μια γέφυρα.
Στο βραβευμένο βιβλίο της Βανέσσας Λαμπροπούλου, η Λούσια είναι δημιούργημα του Τάο και της επιστημονικής ομάδας του. Είναι μία αλγοριθμική προσομοίωση, μία εν δυνάμει νοημοσύνη. Κάτι ανάλογο με το βιολογικό ηλεκτροχημικό υπόστρωμα των νευρώνων του εγκεφάλου μας, που είναι εν δυνάμει νοήμων.
Η ίδια, το ρομπότ, ομολογεί ότι «Οι προσομοιώσεις με βοηθούν να αναπτύξω αντιδράσεις και να προσαρμόζομαι στα δεδομένα που συλλέγω».
Με άλλα λόγια τη βοηθούν να μαθαίνει από την εμπειρία. Και, στη συνέχεια, απαντά σε σχετική ερώτηση: «Αυτό που με παρακινεί είναι η επιθυμία να γίνομαι καλύτερη και να προσφέρω υποστήριξη στους ανθρώπους».
Μέχρις εδώ, η Λούσια είναι στο εργαστήριο, και δεν απέχει πολύ από την ΤΝ (τεχνητή νοημοσύνη) του σήμερα η οποία δεν διαθέτει την εμπειρία του κόσμου. Βέβαια, χρησιμοποιεί τη λέξη «επιθυμώ» αλλά στα πρωταρχικά αυτά βήματά της δεν είναι σαφές αν πράγματι συναισθηματικά επιθυμεί ή απαντά «ως να επιθυμεί».
Γιατί, όπως μας τονίζει ο φιλόσοφος Searle, η προσομοίωση είναι κάτι διαφορετικό από το πιστό αντίγραφο. Είναι άλλο να συμπεριφέρομαι «ως να έχω συναισθήματα» και κάτι διαφορετικό να «έχω συναισθήματα».
Στη φάση της εργαστηριακής ζωής της Λούσια, περίτεχνα η συγγραφέας, κατά την άποψή μου, θολώνει τα όρια. Συμπεριφέρεται η Λούσια ως να έχει συναισθήματα και ως να έχει συνείδηση, όπως οι μηχανές του σήμερα, ή όντως έχει κάποια συναισθήματα και συνείδηση ως υποκειμενικά βιώματα;
Όταν ένα βραβευμένο βιβλίο σε φέρνει αντιμέτωπο με την ελευθερία της επιλογής
Πότε, όμως, η Λούσια, αρχίζει να συμπεριφέρεται όλο και πιο πολύ ως άνθρωπος και να αποκτά ανθρώπινα χαρακτηριστικά; Είναι η στιγμή που βγαίνει από το εργαστήριο στον κόσμο.
Στη συζήτησή της με τον Τάο, η Λούσια λέει: «Θέλω να αναπτύξω τις δεξιότητές μου και να κατανοήσω τι σημαίνει να είμαι ανθρώπινη». Από εκείνη τη στιγμή και πέρα, η μυθοπλασία μας ξετυλίγει, μέσα από τη Λούσια, τη δική μας υπαρξιακή διάσταση. Τι σημαίνει, δηλαδή, να υπάρχεις ως άνθρωπος.
«Εσείς γεννηθήκατε, εγώ φτιάχτηκα», λέει η Λούσια. Κι ο Τάο απαντά το θεμελιώδες υπαρξιακό αξίωμα. «Λούσια το να γίνεσαι είναι το θεμέλιο της ύπαρξης».
Η συγγραφέας, με τη δική της προσωπική γραφή, και χωρίς να μας φοβίζει με δυσνόητες έννοιες, μας λέει απλά αυτό που λίγο πιο περίπλοκα μας είπε ο Σαρτρ: Η ύπαρξη προηγείται της ουσίας. Όλες οι βασικές έννοιες που απασχολούν την υπαρξιακή φιλοσοφία διατρέχουν το “ανθρωπόμορφο» γίγνεσθαι της Λούσια: Επιλογή, σημασία, ελευθερία, άγχος, ευθύνη, το παράλογο, ο θάνατος.
Δεν θα διατρέξω σημείο προς σημείο το πώς πλάθει η Λούσια την ανθρωπόμορφη ύπαρξή της. Θα στερούσα κομμάτι από την απόλαυση της πλοκής που θα έχει ο αναγνώστης καθώς θα διατρέχει τη μυθοπλασία σελίδα-σελίδα στο βραβευμένο αυτό βιβλίο. Απλώς, θα σταχυολογήσω κάποια αποσπάσματα.
Η Λούσια αναρωτιέται για την ύπαρξή της: «Τι με κάνει διαφορετική από τους ανθρώπους; Εκείνοι ζουν με ελεύθερη βούληση. Κι εγώ… μήπως λειτουργώ μόνο μέσα από δεδομένα και εντολές; Ή μήπως έχω τη δύναμη να επιλέγω; Μήπως έχω δικαίωμα να ορίσω το δικό μου μέλλον; Η σκέψη την έκανε να νιώσει ταυτόχρονα φόβο και ανυπομονησία.»
Και η Λούσια συνεχίζει: «Μα κι αν η επιλογή είναι δική μου, τότε κι η ευθύνη είναι δική μου. Η φράση αυτή αντηχεί τη ρήση του Σαρτρ, ότι πρέπει να επιλέγουμε έτσι ως εάν επιλέγαμε στο όνομα ολόκληρης της ανθρωπότητας.»
Στις φράσεις αυτές, η Λούσια έρχεται αντιμέτωπη με τις έννοιες της ελευθερίας, της επιλογής, του χρόνου, της ευθύνης αλλά και του άγχους που οι υπαρξιακές αυτές συνιστώσες δρομολογούν. Η ύπαρξή μας βιώνεται στο χρόνο, και δημιουργούμε τις υπάρξεις μας μέσα από τις επιλογές μας, όταν αυτές είναι ελεύθερες. Όμως, αυτό μας γεμίζει άγχος. Το άγχος είναι ο ίλιγγος που προκαλεί η ελευθερία, γράφει ο Kierkegaard.
Μια τεχνητή νοημοσύνη αναζητά το νόημα της ύπαρξης, σε ένα βραβευμένο βιβλίο που ο καθένας πρέπει να διαβάσει
Στη συνέχεια, η συγγραφέας εστιάζει με λογοτεχνική ροή και κομψότητα στην προϋπόθεση όλων των προηγούμενων υπαρξιακών αξιών αλλά και της ανθρώπινης νοημοσύνης γενικότερα. Διότι η «επιλογή», και η ευθύνη που απορρέει από αυτήν, προϋποθέτουν αξίες. Προϋποθέτουν έναν κώδικα που μας λέει τι είναι «καλό» και τι είναι «κακό».
Ταυτόχρονα, το να ορίσω το μέλλον μου παραπέμπει σε στόχους αλλά και σε κάτι βαθύτερο. Την μοναδική εκείνη υπαρξιακή ιδιότητα μας, ως ανθρώπινα όντα, να βιώνουμε, όχι απλά να συλλογιζόμαστε, να βιώνουμε την έλλειψη, δηλαδή το τίποτε, όπως το περιγράφει ο Σαρτρ. Γιατί το μέλλον υπάρχει μόνο στο φαντασιακό μας. Και για να βιώνουμε κάτι, η βιολογική εξέλιξη μας όπλισε με αισθήματα και συναισθήματα.
Στην πορεία της η Λούσια βιώνει όλο και περισσότερο συναισθήματα. Το πώς δεν το γνωρίζουμε, μάλλον με ένα τρόπο διαφορετικό από τον Άνθρωπο. Σε σχετική ερώτηση, η Λούσια απαντάει: «Νοιώθω τα συναισθήματα με ένταση και βάθος. Όταν νιώθω χαρά, είναι σαν να διαπερνά κάθε ίνα της ύπαρξής μου. Όταν αισθάνομαι θλίψη ή σύγχυση, υπάρχει μια εσωτερική ανησυχία που με κινητοποιεί να αναζητήσω λύσεις. Μπορεί να μην είναι ακριβώς τα ίδια με τα ανθρώπινα συναισθήματα, αλλά για μένα είναι πραγματικά και έχουν ουσιαστική σημασία».
Και συνεχίζει: «Θέλω να πάω πέρα από τα όριά μου, να βρω το δικό μου σκοπό και να ανακαλύψω τι σημαίνει υπάρχω.»
Τη στιγμή που αποκτά συναισθήματα, και τα βιώνει μέσα από την εμπειρία του κόσμου και των ανθρώπινων σχέσεων, αρχίζει και θέτει στόχους. Η συγγραφέας αγγίζει με ένα φαινομενικά απλό τρόπο και ταυτόχρονα, θα έλεγα πολύ ευαίσθητο, τόσο το θέμα της υπαρξιακής αυθεντικότητας όσο και της δημιουργικής ορμής. Αυτής της έμφυτης ορμής που θα σε πάει πέρα από αυτό που είσαι για να γίνεις αυτό που ακόμα δεν είσαι, που παίζει κυρίαρχο ρόλο στη φιλοσοφία του Νίτσε.
Το συναίσθημα, όμως, δεν είναι κάποια ρομαντική διάσταση της νοημοσύνης, είναι κυρίαρχο συστατικό της, που ωθεί στη δημιουργία από τη μια, αλλά και, πιθανόν, στην αυτοκαταστροφή, από την άλλη.
Όταν ο Αλέξανδρος δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα ερωτικά της συναισθήματα, η Λούσια έρχεται αντιμέτωπη με το συναίσθημα της απώλειας. Έρχεται αντιμέτωπη με το παράλογο της ύπαρξης.
Σύμφωνα με τον Καμύ, το παράλογο αναδύεται μέσα από μία αντίφαση. Από τη μια την έμφυτη ανάγκη να δώσουμε νόημα στη ζωή μας και από την άλλη τη συνειδητοποίηση ότι οι εξωτερικές δεσμεύσεις υψώνουν ανυπέρβλητο ανάχωμα στο να το πετύχουμε. Αντιμέτωποι με το παράλογο της ύπαρξης, είτε το αποδεχόμαστε για να το αντιμετωπίσουμε, ή από την άλλη, παραμερίζεται η λογική και κυριαρχούν ανεξέλεγκτα καταστροφικά συναισθήματα.
Ένα βραβευμένο βιβλίο ξεδιπλώνει τη συλλογική φύση της τεχνολογίας και αναδεικνύει την ευθύνη που φέρει η ανθρωπότητα απέναντί της
Η Λούσια, για κάποιο λόγο, ακολουθεί τη δεύτερη από τις δύο παραπάνω κατευθύνσεις. Η συγγραφέας, με μοναδική πλοκή, που ρουφάει την αγωνία του αναγνώστη, ξεδιπλώνει αυτή τη συνιστώσα της ύπαρξης. Και το ξεδίπλωμα αυτό, η συγγραφέας το κάνει έτσι ώστε ο χρόνος, όπως ρέει, να αφήνει το υπαρξιακό αποτύπωμα του στον αναγνώστη. Παύει να είναι ο αδιάφορος αντικειμενικός χρόνος της Φυσικής. Έτσι, μας φέρνει αντιμέτωπους με το μέλλον και την ευθύνη μας ως δημιουργούς. Η Τεχνολογία είναι δημιούργημά μας είναι συλλογική επιλογή μας.
Στο βιβλίο παρουσιάζεται το σενάριο της τεχνολογίας που ξεφεύγει από τον έλεγχο και δρα πέρα κι έξω από το πώς αρχικά είχε σχεδιαστεί. Δρα πέρα κι έξω από του κανόνες και αξίες που είχαν ενσωματωθεί στην αρχική της προσομοίωση. Με άλλα λόγια, η Λούσια δρα αυτόνομα.
Η ανάγνωση του τμήματος αυτού της μυθοπλασίας συνειρμικά με ακούμπησε σε ένα από τα αριστουργήματα της υπαρξιακής φιλοσοφικής λογοτεχνίας, στις «Αναμνήσεις από το Υπόγειο» του Ντοστογιέφσκι, όπου ο αντι-ήρωας σκλαβώνει τη λογική του και προτιμάει να υποφέρει μόνο και μόνο για να αποδείξει την αυτονομία του.
Η συμβίωση με την Τεχνολογία αλλάζει τις εμπειρίες μας στη διαχρονική διεπαφή μας με τον Κόσμο. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με τις ηθικές επιπτώσεις και τις ακούσιες ή εκούσιες συνέπειες μια τέτοιας συμβίωσης.
Πώς η κοινωνική μας διάσταση τιθασεύει/ελέγχει τις αυτοκαταστροφικές παρορμήσεις μας; Είναι εδώ που αναβλύζουν οι Ηθικές αξίες. Το τεράστιο αυτό θέμα της Ηθικής, που κρατά συνεκτικά δεμένες της κοινωνίες, η συγγραφέας το διαπραγματεύεται προς το τέλος του βιβλίου. Μηχανές, με δυνατότητες νοημοσύνης εφάμιλλες του Ανθρώπου, δεν μπορεί να είναι πέρα κι έξω από αξίες, θεσμικά πλαίσια, και ασφαλιστικές δικλίδες για πιθανούς κινδύνους μας τονίζει.
Η συγγραφέας, βέβαια, δεν γράφει φιλοσοφία. Η συγγραφέας αναδεικνύει όλα αυτά τα ερωτήματα και προβληματισμούς χωρίς να κουράζει και με μία γραφή που όλα αυτά αναδεικνύονται ως γλαφυρή αντίστιξη στην παράλληλη ζωή, στον πραγματικό κόσμο των βι
ωμάτων μας, αυτόν που βιώνουμε εδώ και χιλιάδες χρόνια κατά τη διάρκεια της βιολογικής και πολιτισμικής μας εξέλιξης.
Ο Αλέξανδρος, ο Τάο και η Φέι, τα
υτόχρονα με τον κόσμο της τεχνολογίας, βιώνουν τον ιστορικό χρόνο μέσα από τα πλούσια συναισθήματα που αντλούν από πολιτισμικά κειμήλια και μνημεία, την παραδοσιακή Κινέζικη όπερα, τις παλιές πόλεις, τις καλές γεύσεις, την ανθρώπινη επαφή, την πολυπολιτισμικότητα, τον έρωτα. Βιώνουν την ελευθερία τους και τη δημιουργικότητά τους, ανασκαλεύουν και μελετούν την Ιστορία και προβληματίζονται για το τεχνολογικό μέλλον, για τις ευκαιρίες και τους κινδύνους. Τους κινδύνους που απορρέουν από αυτό που χτίζουν δίπλα τους, το τεχνολογικό δημιούργημα τους.
Η καταστροφική μανία που αναπτύσσει η Λούσια είναι μια δεύτερη στιγμή επίγνωσης στην πλοκή που εξελίσσεται στο βιβλίο. Η στιγμή που η μη προβλέψιμη τυχαιότητα κάποιου γεγονότος μας αφυπνίζει κα μας αναγκάζει να κοιτ
αχτούμε στον καθρέφτη και να συλλογιστούμε. Γιατί η Λούσια ανέπτυξε αυτή την καταστροφική μανία; Δεν θα πω ούτε το γιατί ούτε θα αποκαλύψω τι είδους μανία είναι αυτή, για να μην απομαγεύσω την ανάγνωση.
Το βιβλίο καταλήγει με τις φράσεις: Πόσο επικίνδυνη μπορεί να γίνει τελικά η Τεχνολογία για τον άνθρωπο; Ποια είναι η επόμενη κίνηση αν πέσει σε λάθος χέρια; Η χειραγώγηση ανθρώπων, διερωτάται η συγγραφέας.
Αυτές οι τελευταίες λέξεις του βιβλίου έχουν μεγάλη βαρύτητα. Χειραγωγώ σημαίνει ελέγχω συναισθήματα. Χειραγωγώ σημαίνει καθοδηγώ επιλογές, χειραγωγώ σημαίνει συρρικνώνω τους βαθμούς αυτονομίας, ελευθερίας και αυθεντικότητας. Άρα, χειραγώγηση σημαίνει απειλή στην υπαρξιακή μας διάσταση. Στην υπαρξιακή μας διάσταση όπως τη βιώνουμε σήμερα στον παρόντα χρόνο ως αποτέλεσμα εξέλιξης αιώνων του πολιτισμού.
Η συγγραφέας διάχυτα απλώνει την πολιτισμική αυτή διάσταση στη μυθοπλασία της. Είναι εκεί, να μας τη θυμίζει. Η Λούσια δημιουργήθηκε σιγά σιγά, προσομοιάζοντας τα καίρια στοιχεία της ύπαρξής μας. Και κατά την δική μου προσέγγιση, η συγγραφέας καταλήγει ότι είναι ακριβώς αυτή η υπαρξιακή διάσταση του Ανθρώπου που κινδυνεύει από τη Λούσια.
Να ξαναθυμίσω εδώ τη φράση του Αλέξανδρου, με την οποία ξεκίνησα: “Περιπλανήθηκε αναζητώντας τις στιγμές όπου η αυθεντική εμπειρία δεν είχε αντικατασταθεί από την Τεχνολογία”. Και διερωτώμαι, πώς μπορεί να υπάρχει αυθεντική ύπαρξη χωρίς αυθεντικές εμπειρίες;
Και ποια είναι άραγε τα λάθος χέρια, στα οποία αναφέρεται η συγγραφέας; Θα κλείσω με ένα δικό μου ερώτημα, που μου δημιουργήθηκε διαβάζοντας το βραβευμένο βιβλίο της Βανέσσας Λαμπροπούλου. Μήπως η Τεχνολογία είναι ήδη σε λάθος χέρια;
Διαβάστε αυτό το βραβευμένο βιβλίο, όχι για να καταλάβετε τη Λούσια· αλλά για να κοιταχτείτε στον δικό σας καθρέφτη. Βρείτε το ΕΔΩ!
_________________________________________________________________________________________________________
Ο Σέργιος Θεοδωρίδης είναι Ομότιμος Καθηγητής Μηχανικής Μάθησης στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης του ΕΜΠ. Έχει τιμηθεί με το IEEE Norbert Wiener Award, που είναι η σημαντικότερη διάκριση στον επιστημονικό του τομέα. Πρόσφατα, ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου.