Άρθρα - απόψεις

Η ποίηση ως πολιτική πράξη

i-poiisi-os-politiki-praxi

Η ποίηση ως πολιτική πράξη: όταν η λογοτεχνία χαρτογραφεί τη σύγκρουση

Μπορεί ένα ποίημα να διασώσει το ίχνος ενός πολέμου; Ή το σχήμα μιας κοινωνίας; Κι αν ναι, ποιον κόσμο χαρτογραφεί η πολιτική ποίηση, όταν οι λέξεις δεν είναι πια καταφύγιο, αλλά πεδίο μάχης;

Ποίηση και πολιτική: δύο γλώσσες της μνήμης

Η σχέση μεταξύ ποίησης και πολιτικής δεν είναι ούτε καινούρια ούτε απλή. Αντιθέτως, μοιάζει με έναν χάρτη που ξανασχεδιάζεται κάθε φορά που αλλάζουν οι συνθήκες, χωρίς όμως να μετακινούνται οι πιο σκοτεινές του περιοχές. Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, η ποίηση δεν υπήρξε ποτέ αποκομμένη από τα κοινά, όσο κι αν της αποδόθηκε αυτός ο ρόλος από καιρού εις καιρόν. Υπήρξε προφητική, επικοινωνιακή, επικριτική· άλλοτε ύμνησε την εξουσία και άλλοτε την διέσυρε. Μα πάντοτε, με τον τρόπο της, την αποκάλυπτε.

Ο Όμηρος έγραψε έναν πόλεμο, μα στην ουσία αποκάλυψε τη μητέρα όλων των πολιτικών κρίσεων: την ανθρώπινη τιμή και την ύβρη. Ο Δάντης με τη Θεία Κωμωδία επανέφερε τα πολιτικά ήθη στη θεολογική κρίση. Ο Μπρεχτ έβαλε τη μουσική να συνοδεύει τη διαλεκτική, και ο Σεφέρης άφησε τις πιο αιχμηρές παρατηρήσεις για την ελληνική Ιστορία σε στροφές που έμοιαζαν σχεδόν αθώες. Ποίηση και πολιτική δεν είναι δυο απολύτως χωριστοί κόσμοι· είναι δύο τρόποι μνήμης. Και καμία κοινωνία δεν ζει χωρίς τη μνήμη της.

Η πολιτική ποίηση – στη βαθύτερη εκδοχή της – δεν είναι στρατευμένη. Δεν γράφεται με σκοπό να ενισχύσει μια ιδεολογία ή να προπαγανδίσει ένα σύστημα. Είναι αυτή που γεννιέται από τη σύγκρουση, ζυμώνεται μέσα στην απώλεια, και μιλά για την εξουσία χωρίς να την αναπαράγει. Δεν θέτει αιτήματα: θέτει ερωτήματα. Και δεν οραματίζεται το μέλλον – μνημονεύει ό,τι δεν έγινε ποτέ παρόν.

Στην εποχή μας, το να γράφει κανείς πολιτική ποίηση σημαίνει να επιμένει στη λεπτομέρεια της εμπειρίας, στη γλώσσα του τραύματος, στη μορφή της αμφιβολίας. Δεν πρόκειται για σύνθημα – πρόκειται για συνείδηση. Στον καιρό του ψηφιακού κατακερματισμού και της ταχύτητας, ο στίχος επιστρέφει αργά, σαν φωνή που κρατιέται ακόμη όρθια. Και για να σταθεί, ζητά χώρο. Ζητά ακρόαση. Ζητά σιωπή.

Δεν είναι τυχαίο που σε περιόδους καταστολής, εμφυλίου, ή πολιτικής κατάρρευσης, τα ποιήματα διασώζονται σε σελίδες με ιδιόχειρες διορθώσεις, με σβησμένες λέξεις, με πνιγμένα σημεία. Γιατί εκεί όπου η Ιστορία γίνεται πολύ μεγάλη για να ειπωθεί, η ποίηση ψιθυρίζει. Και ο ψίθυρός της, όταν είναι αυθεντικός, δεν ξεχνιέται.

Στοχασμός ενάντια στη ρητορεία: η ποίηση ως εσωτερική αντίσταση

Η πολιτική, όπως ασκείται σήμερα, τείνει προς την επικοινωνιακή ταχύτητα και την καταναλωτική λογική: ο λόγος της είναι άμεσος, διεκδικητικός, πυροδοτημένος από το “επείγον”. Η ποίηση, από την άλλη, στέκεται στην άλλη όχθη: στοχαστική, αργή, βαθιά επεξεργασμένη. Κι όμως, εκεί ακριβώς εδράζεται η δύναμή της. Δεν αναπαράγει τον ρυθμό της επικαιρότητας – τον σπάει. Δεν μιλά στο πλήθος – απευθύνεται στο πρόσωπο. Και δεν εξηγεί – αναρωτιέται.

Σε αυτό το σημείο η πολιτική ποίηση λειτουργεί σαν αντίσταση – όχι μόνο στο περιεχόμενο, αλλά και στη μορφή του κυρίαρχου λόγου. Εδώ δεν υπάρχουν βεβαιότητες, ούτε παγιωμένες αφηγήσεις. Αντίθετα, υπάρχει ένα ποίημα που θυμάται εκείνον που έμεινε έξω από το κάδρο. Που άκουσε και δεν μίλησε. Που σώπασε για να μη σβήσει εντελώς.

Η ποίηση δεν είναι εργαλείο. Είναι τρόπος. Ένας τρόπος να κατοικήσει κανείς αυτό που δεν διορθώνεται. Και όσο κι αν αυτό φαίνεται απαισιόδοξο, είναι η μόνη ριζική μορφή ενσυναίσθησης που μπορεί να αντέξει χωρίς να καταρρεύσει σε κοινοτοπία.

Ένα καλό πολιτικό ποίημα δεν αποτυπώνει “το σωστό”. Αποκαλύπτει την πολυπλοκότητα του λάθους. Κι εκεί ακριβώς, βρίσκεται και η ηθική του.

Η ποίηση ως πολιτική πράξη: όταν η λογοτεχνία χαρτογραφεί τη σύγκρουση

Όταν ένα βιβλίο σε περιμένει: η πολιτική ποίηση στο ύψος του κόσμου

Κάποια ποιήματα σε βρίσκουν απροετοίμαστο. Κάποια άλλα, όμως, σε περιμένουν. Δεν σε αναζητούν — στέκονται εκεί, σε ένα ράφι, σε μια σύσταση φίλου, σε μια αναφορά. Σου λένε: “Όταν μπορέσεις, έλα. Είμαι εδώ.”

Αυτό συμβαίνει σπάνια. Όχι γιατί δεν υπάρχουν σπουδαία έργα, αλλά γιατί η συνθήκη της ανάγνωσης είναι λεπτή υπόθεση. Πρέπει να έχεις βρει μέσα σου έναν τόπο για να τοποθετήσεις αυτό που θα λάβεις. Πρέπει να σε έχει προετοιμάσει η ίδια η ζωή – και κάπως, να έχεις μέσα σου ήδη τις λέξεις, χωρίς να τις έχεις ακόμη διαβάσει.

Και τότε συμβαίνει. Ένα βιβλίο έρχεται αργά, διακριτικά, σαν κάποιος που κάθεται δίπλα σου και δεν λέει τίποτα — μόνο μοιράζεται τη σιωπή σου. Στην περίπτωση της πολιτικής ποίησης, το βιβλίο αυτό δεν σε διακόπτει· σε συνεχίζει. Δεν σε πείθει· σε αναγνωρίζει. Και γι’ αυτό, δεν το ξεχνάς.

Κάπως έτσι λειτουργεί και η Μαύρη Μηλιά της Αθηνάς Καλαϊτζή — μια ποιητική συλλογή που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πηγή, και που έρχεται όχι για να μιλήσει εξ ονόματός σου, αλλά για να σου θυμίσει όσα δεν έχουν ειπωθεί. Ένα έργο στοχαστικής δύναμης, στο οποίο η πολιτική ποίηση δεν εμφανίζεται ως διακήρυξη, αλλά ως σιωπηλή συνθήκη. Ως φωνή που επιμένει σε έναν κόσμο που ξεχνά.

Όχι σαν απάντηση. Σαν επιβεβαίωση ότι οι ερωτήσεις που έχεις — οι ερωτήσεις για την εξουσία, τη μνήμη, το τραύμα, την επιθυμία, τη γη και το όνομά σου — δεν είναι παράλογες. Ότι κάποιος τις είχε ήδη νιώσει και τις έγραψε.

Αλλά για να φτάσεις εκεί, χρειάστηκε να διασχίσεις όλα τα προηγούμενα. Τη σύγχυση του λόγου, την απόσπαση της προσοχής, την απομάκρυνση από τη σκέψη. Να καταλάβεις πως η πολιτική ποίηση δεν είναι ένα ύφος, ούτε ένα “θέμα” – είναι ο κόσμος όπως τον ζούμε, αλλά ειπωμένος ξανά, με λόγια που δεν φοβούνται τη φθορά τους.

Και τώρα, που έχουμε φτάσει εδώ, μπορούμε να δούμε τη Μαύρη Μηλιά με εκείνο το βλέμμα που δεν ψάχνει την ωραιότητα, αλλά την αλήθεια.

Η Μαύρη Μηλιά ως πολιτικό τοπίο: το ποίημα που έγινε γη

Στη Μαύρη Μηλιά, η ποίηση δεν αφηγείται έναν κόσμο· τον θεμελιώνει. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες, αντιλαμβάνεται κανείς πως αυτό το βιβλίο δεν είναι μια απλή συλλογή, αλλά ένα σώμα που απλώνεται: με γη, πρόσωπα, καιρούς και φωνές. Το νησί όπου φύεται η μηλιά δεν κατονομάζεται, κι όμως έχει όνομα. Ο αναγνώστης τον αναγνωρίζει τον τόπο. Είναι ο τόπος του τραύματος. Ο τόπος του κύκλου. Της ενοχής και της επιστροφής.

Το δέντρο στέκει στο κέντρο του έργου όχι ως διακοσμητικό σύμβολο, αλλά ως γεωπολιτικό σημείο. Γύρω του διαδραματίζονται όλα: μάχες, διαπραγματεύσεις, τελετές, σιωπές. Η μηλιά είναι πηγή και καταγωγή — χώμα, ιδιοκτησία, ενοχή και θήραμα. Το ποιος τη φυτεύει, ποιος τη φρουρεί, ποιος πεθαίνει γι’ αυτήν, ποιος προσπαθεί να την κάψει, είναι το ίδιο σημαντικό με το τι συμβολίζει. Κι εκεί, στον πυρήνα αυτής της αφήγησης, συναντάμε την πιο εσωτερική μορφή πολιτικής ποίησης: αυτή που δεν διακηρύσσει τίποτα, αλλά τα ενσωματώνει όλα.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο τίτλος της συλλογής δεν φέρει επίθετο τυχαία. Μαύρη. Όχι κόκκινη, ούτε αιματοβαμμένη. Μαύρη, δηλαδή άγονη, θολή, πυρωμένη, μεταφυσική. Η μαύρη μηλιά δεν είναι καρπός – είναι μήτρα. Κι όμως, παρόλο που ανθίζει και υπόσχεται, ποτέ δεν παραδίδει κανέναν αθώο καρπό. Όποιος την πλησιάζει αλλοιώνεται.

Σε αυτό το σκηνικό, η γλώσσα λειτουργεί με πειθαρχία. Οι φράσεις είναι κοφτές, σχεδόν ρηματικές, σαν εντολές ή καταγραφές. Οι στίχοι δεν ανοίγουν φτερά — χώνουν ρίζες. Η ποιητική σύνταξη θυμίζει στρατιωτικό ημερολόγιο, αλλά με την πένθιμη μουσική του προφητικού λόγου. Δεν είναι ποίηση που υψώνεται· είναι ποίηση που σκάβει.

Κάθε ποίημα έχει τη δική του φωνή. Άλλοτε μιλά η Ζαν – η μαχήτρια, η προστάτιδα, η οραματίστρια. Άλλοτε ο Αβ – ο σκεπτικιστής, ο πληγωμένος, ο εκτελεσμένος. Άλλοτε ο Σιλ – ο ρήτορας, ο μάγος, ο τελετάρχης. Υπάρχουν ποιήματα-εντολές, ποιήματα-γράμματα, ποιήματα-νεκρολογίες. Όλα μαζί χτίζουν μια ποιητική αφήγηση που, αν και αποσπασματική στην επιφάνεια, λειτουργεί ενιαία ως πολιτικός μύθος.

Και μέσα σε αυτό τον μύθο, η αναμέτρηση είναι βαθιά ανθρώπινη. Ο καθένας που πλησιάζει τη μηλιά μεταφέρει μαζί του το δικό του κίνητρο: πίστη, εξουσία, εκδίκηση, λύτρωση, θυσία. Μα όλοι συγκρούονται πάνω στο ίδιο έδαφος — κι αυτό το έδαφος είναι παλιό, είναι μολυσμένο, είναι φτιαγμένο από ιστορίες που επαναλαμβάνονται χωρίς ποτέ να ολοκληρώνονται. Αν η γη έχει μνήμη, τότε αυτή η γη δεν ξεχνά.

Στην Μαύρη Μηλιά, η πολιτική ποίηση δεν είναι ένδυμα· είναι η ύλη. Δεν υπάρχει τίποτα που να μην έχει σημασία. Η βροχή δεν είναι μόνο βροχή. Οι σκιές δεν είναι μεταφορές. Η σιωπή δεν είναι διακοπή – είναι το απόλυτο νόημα. Αυτό το έργο δεν επιχειρεί να “πει” την Ιστορία· επιχειρεί να την ενσαρκώσει. Και αυτό το πετυχαίνει με μια γλώσσα αυστηρή, λυρική μόνο στο μέτρο που ο πόνος μπορεί να γίνει μέλος.

Αν το διαβάσεις προσεκτικά, θα δεις πως δεν υπάρχει εξωτερική περιγραφή της μηλιάς. Δεν ξέρεις αν είναι μεγάλη, αν έχει φύλλα, αν έχει καρπούς. Ξέρεις μόνο τι προκάλεσε. Και αυτό είναι αρκετό.

Η ποίηση ως πολιτική πράξη: όταν η λογοτεχνία χαρτογραφεί τη σύγκρουση

Η επιθυμία, το φίδι και η σκιά της εξουσίας

Κάποιος πλησιάζει τη μηλιά. Δεν ξέρουμε αν είναι για να την πάρει, να τη σώσει ή να την κάψει. Κρατάει κάτι στο χέρι — ίσως όπλο, ίσως προσφορά, ίσως τίποτα. Ίσως μόνο σιωπή. Μα όσο πλησιάζει, η γη γύρω του αλλάζει. Πυκνώνει. Και τότε, βλέπει κάτι να κινείται. Όχι επιθετικά. Όχι απειλητικά. Μόνο έτσι — σαν προειδοποίηση. Το φίδι δεν εμποδίζει. Υπάρχει.

Μέσα στη Μαύρη Μηλιά, η επιθυμία δεν είναι ποτέ απλή. Το να θέλεις κάτι σημαίνει ότι το διαταράσσεις. Κι αν το αγγίξεις, δεν είσαι πια ο ίδιος. Η μηλιά δεν είναι δώρο· είναι έδαφος. Και αυτό το έδαφος είναι ήδη επιβαρυμένο. Έχει ποτιστεί με βλέμματα, με στρατούς, με λέξεις που γράφτηκαν για να ελέγξουν, όχι για να καταλάβουν.

Το φίδι βρίσκεται εκεί όπου αρχίζει η απόπειρα κυριαρχίας. Όχι ως μύθος, αλλά ως όριο. Δεν προστατεύει το δέντρο· προστατεύει τη λήθη. Θυμίζει πως τίποτα απ’ όσα έχουν ποτιστεί με αίμα δεν προσφέρονται ως θεραπεία. Κι όποιος το ξεχνά, το πληρώνει.

Αυτό που κάνει η Μαύρη Μηλιά είναι να μας τοποθετεί σε αυτό το ακριβές σημείο: στη γραμμή μεταξύ επιθυμίας και απώλειας. Όλα τα πρόσωπα της συλλογής περνούν από αυτή τη γραμμή. Κανένα δεν την ελέγχει. Άλλοι την υπερβαίνουν με πίστη (όπως η Ζαν), άλλοι τη σβήνουν με λόγια (όπως ο Σιλ), κι άλλοι χάνονται μέσα της (όπως ο Αβ).

Μα η ποίηση δεν παίρνει θέση. Δεν διαλέγει ήρωα. Παρατηρεί την ακολουθία. Γνωρίζει ότι, στην πολιτική, οι προθέσεις δεν αρκούν. Χρειάζονται όρια — και το φίδι τα ενσαρκώνει με τρόπο που μόνο η πολιτική ποίηση μπορεί να αποδώσει: χωρίς επιφώνηση, χωρίς δράμα, μόνο με παρουσία.

Δεν χρειάζεται να εξηγηθεί το φίδι. Η γλώσσα που το συνοδεύει είναι φτιαγμένη από υπόγεια ενοχή και σιωπηλό τρόμο. Στο ποίημα Ο ύπνος του Όφεως, η φωνή μοιάζει με εκείνη του ίδιου του ορίου. «Δεν μ’ έδιωξαν. Δεν εξαφανίστηκα. Μόνο κοιμάμαι. Όσο χρειάζεται.» Η ανάπαυση του φιδιού είναι ελεγχόμενη. Δεν πεθαίνει. Υπάρχει ακόμη και όταν λείπει — όπως η εξουσία.

Κι εκεί η συλλογή γίνεται σχεδόν ανελέητη. Δεν αφήνει το περιθώριο για ρομαντικές παραμυθίες. Δεν υποκρίνεται πως η κάθαρση θα έρθει. Το μόνο που προσφέρει είναι η αποτύπωση του κόστους: του κόστους του να θέλεις κάτι που δεν είναι δικό σου. Που δεν μπορεί να είναι κανενός. Που το πλησιάζεις, μόνο για να επιβεβαιώσεις πως και πάλι αργά ή γρήγορα — θα το χάσεις.

Κι αυτό, δεν είναι απλώς μια λογοτεχνική πράξη. Είναι μια πράξη πολιτικής ποίησης. Γιατί δεν περιγράφει τον κόσμο. Περιγράφει το πώς τον αγγίζουμε — και το πώς μας διαφεύγει.

Η ποίηση ως πολιτική πράξη: όταν η λογοτεχνία χαρτογραφεί τη σύγκρουση

Ο κύκλος της σύγκρουσης: πώς γράφεται ένας εμφύλιος στη σιωπή

Η Μαύρη Μηλιά δεν λέει πουθενά τη λέξη «εμφύλιος». Δεν χρειάζεται. Ο κόσμος της είναι ήδη κομμένος στα δύο. Η διαίρεση δεν δηλώνεται, βιώνεται. Όχι μόνο ανάμεσα σε στρατόπεδα, αλλά μέσα στους ίδιους τους χαρακτήρες. Κανείς δεν βρίσκεται ολόκληρος στη θέση του. Όλοι μετακινούνται, αμφιβάλλουν, εξαντλούνται, αλλάζουν. Και καμία αλλαγή δεν οδηγεί στη λύτρωση. Μόνο σε νέα σιωπή.

Η ποίηση εδώ δεν μιλά για μάχες, αλλά για την κόπωση μετά τη μάχη. Για τον ψίθυρο που έμεινε όταν σταμάτησαν οι φωνές. Για τη σκιά του λόγου που ειπώθηκε βιαστικά, χωρίς να ακουστεί. Ο αναγνώστης δεν διαβάζει μια αφήγηση· διασχίζει ένα πεδίο. Αισθάνεται πως κάθε ποίημα γράφεται όχι από τη θέση του αφηγητή, αλλά του επιζώντα. Όχι απαραίτητα αυτού που νίκησε — συχνά αυτού που απλώς δεν πέθανε ακόμη.

Η Ζαν, σε ποιήματα όπως Ομολογία ή Γραμμή, δεν ομιλεί· ομολογεί. Ο λόγος της δεν είναι ηρωικός. Δεν αντέχει πια. Η πίστη της δεν έχει εξατμιστεί, μα έχει λειανθεί. Δεν φωνάζει· στέκεται. Λέει «Άλλαξε ο άνεμος. Δεν με πειράζει. Δεν έχω τίποτα να σηκώσω πια.» Η λέξη «τίποτα» εδώ δεν είναι παραίτηση. Είναι στάση. Σαν να λέει: αν είναι να μιλήσω ξανά, θα πρέπει πρώτα να σωπάσουν όλοι.

Ο Αβ, αντιστρόφως, δεν φαίνεται να πιστεύει ποτέ πως η σύγκρουση είχε κάποιο νόημα. Η φωνή του έρχεται από μέσα — σχεδόν μετατραυματική. Γνωρίζει την ανακύκλωση. Γνωρίζει πως ο εχθρός μπορεί να αλλάζει ρούχα, αλλά όχι μορφή. Πως ο θάνατος δεν είναι το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί· το χειρότερο είναι να ξεχάσεις γιατί ζεις. Όχι για τι πολεμάς — για τι ζεις.

Και κάπου ανάμεσά τους, υπάρχουν οι άφωνοι. Οι στρατιώτες που γράφουν ένα γράμμα που δεν θα φτάσει ποτέ. Οι φωνές του πλήθους που απλώς ρωτούν: «Θα μας ανοίξετε; Πού είναι η μηλιά; Ποιος την έχει τώρα;» Η ανακύκλωση της βίας, η αδυναμία της μνήμης να γίνει κάτι άλλο από βάρος, όλα αυτά στοιχειώνουν τη συλλογή χωρίς να γίνονται κήρυγμα.

Εδώ η πολιτική ποίηση δεν φτιάχνει αφηγήματα· αποδομεί. Δεν ενώνει· αποκαλύπτει το ρήγμα. Και σε αυτό το ρήγμα, κανείς δεν χωρά ολόκληρος. Ούτε ο αναγνώστης. Αυτό είναι και το τίμημα της ανάγνωσης: να σταθείς απέναντι σε ένα ποίημα που δεν προσφέρεται για ταύτιση, αλλά μόνο για αναγνώριση. Να πεις: «αυτό, κάπως, είναι και δικό μου». Όχι γιατί το έζησες, αλλά γιατί σου έλειψε.

Κι έτσι, η ποίηση γίνεται πολιτική χωρίς να αλλάξει λέξη. Μόνο γιατί αρνήθηκε να πει ψέματα. Ή, πιο σωστά, γιατί αποφάσισε να σωπάσει όταν τα λόγια πια δεν επαρκούν.

Τι μας ζητά η πολιτική ποίηση σήμερα;

Δεν είναι εύκολο να σταθεί κανείς απέναντι στην εποχή του. Οι λέξεις φθείρονται, οι εικόνες κυκλοφορούν χωρίς βάρος, οι άνθρωποι μιλούν χωρίς να περιμένουν απάντηση. Κι όμως, υπάρχει ακόμη εκείνος ο χώρος που δεν απευθύνεται στο πλήθος, αλλά στο πρόσωπο. Εκείνος ο χώρος όπου η φωνή δεν υψώνεται για να πείσει, αλλά για να επιμείνει.

Η πολιτική ποίηση αυτού του καιρού δεν κρατά πανό. Δεν φωνάζει. Δεν διεκδικεί εκπροσώπηση. Κάνει κάτι πιο δύσκολο: κρατά ανοιχτή την ερώτηση. Ποιος μιλάει; Ποιος θυμάται; Ποιος επιτρέπεται να πενθεί; Τι σημαίνει να διεκδικείς ένα δέντρο που δεν καρποφορεί — μόνο επιβιώνει;

Η Μαύρη Μηλιά δεν μας προσφέρει απαντήσεις. Δεν μας δίνει βεβαιότητες. Μας τοποθετεί σε μια ζώνη ακρόασης — εκεί όπου η γλώσσα γίνεται στάχτη και ξαναχτίζεται από τις σιωπές. Είναι ένα έργο πολιτικής ποίησης που δεν προσποιείται πως μπορεί να διορθώσει κάτι. Αντίθετα, μας προτείνει να σταθούμε στο σημείο της ρωγμής και να μείνουμε λίγο παραπάνω.

Γιατί ίσως εκεί, στο σημείο που κάτι καταρρέει μέσα σου, να είναι ο μόνος τρόπος να καταλάβεις τι έχει πραγματικά σημασία.

👉 Η Μαύρη Μηλιά της Αθηνάς Καλαϊτζή κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πηγή. Δεν είναι απλώς μια συλλογή· είναι ένας εσωτερικός τόπος όπου η ποίηση και η πολιτική συναντιούνται χωρίς ψευδαισθήσεις. Αν τολμάς να σταθείς μέσα στο ρήγμα, ίσως ήδη την κρατάς στα χέρια σου. ΒΡΕΣ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΔΩ!