Άρθρα - απόψεις

Κατάθλιψη που γίνεται ποίηση

katathlipsi-poy-ginetai-poiisi

Κατάθλιψη που γίνεται ποίηση

Δίνοντας χώρο στις φωνές που ψιθυρίζουν όσα δεν λέγονται δυνατά

Υπάρχουν λέξεις που δεν εκφέρονται ποτέ. Μένουν σφηνωμένες πίσω από τα δόντια, στο βάθος της γλώσσας, σαν βάρος ή σαν αιχμή. Είναι οι λέξεις που γεννιούνται από μια σιωπή βαθιά, σχεδόν πυκνή. Από εκείνες τις μέρες που το χαμόγελο είναι μια κοινωνική πράξη και όχι μια ψυχική αντίδραση. Εκεί όπου η κατάθλιψη δεν είναι η κραυγή, αλλά η απουσία της.

Η σύγχρονη εποχή έχει εκπαιδεύσει τον άνθρωπο να συνεχίζει. Να λειτουργεί. Να διαχειρίζεται, να «είναι παραγωγικός», να έχει στόχους και στρατηγικές και επίδοση. Σε αυτή την αδυσώπητη κανονικότητα, η κατάθλιψη τρυπώνει αθόρυβα – σαν διαρρήκτης που δεν ανοίγει συρτάρια αλλά τα σφραγίζει. Και ο άνθρωπος συνεχίζει, με το σώμα του να εκτελεί, την ψυχή του να ψιθυρίζει, και το στόμα του να σωπαίνει.

Εκεί ακριβώς –στην ακρόαση αυτού του ψιθύρου– έρχεται η ποίηση. Όχι για να αποκαταστήσει το νόημα, αλλά για να το μεταμορφώσει. Ούτε για να διορθώσει τη ρωγμή, αλλά για να την τονίσει. Μέσα από αυτό το βίωμα η ποίηση και η κατάθλιψη γίνονται μέρη της ίδιας πρότασης, του ίδιου μηχανισμού επιβίωσης, της ίδιας υπαρξιακής καταγραφής.

Το παρόν άρθρο δεν επιχειρεί να ερμηνεύσει την κατάθλιψη με ιατρικούς όρους, ούτε να εξηγήσει την ποίηση με θεωρητικά εργαλεία. Αντιθέτως, προτείνει να παρατηρήσουμε πώς τα δύο φαινόμενα –το ψυχικό βάρος και η ποιητική πράξη– συνυπάρχουν, αλληλοτροφοδοτούνται, και τελικά αποκαλύπτουν κάτι ουσιωδώς ανθρώπινο. Κι αν το διαβάζεις αυτό, ίσως έχεις κι εσύ νιώσει εκείνο το σκοτεινό βάρος στο στήθος, και ίσως –ακόμη και άθελά σου– έχεις ψελλίσει κάτι που μοιάζει με ποίηση.

 Κατάθλιψη που γίνεται ποίηση. Δίνοντας χώρο στις φωνές που ψιθυρίζουν όσα δεν λέγονται. Ποιητική συλλογή σΤα καλύτΕΡά μΑΣ, εκδόσεις Πηγή

Όψεις της κατάθλιψης στον σύγχρονο κόσμο

Η κατάθλιψη δεν έχει πάντα πρόσωπο θλιμμένο, ούτε βλέμμα χαμηλωμένο. Δεν σημαίνει απαραιτήτως απραξία ή απόγνωση· στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι μια τέλεια καμουφλαρισμένη παρουσία. Άνθρωποι που σηκώνονται κάθε πρωί, εργάζονται, φροντίζουν, αστειεύονται, χαμογελούν, και στο τέλος της μέρας καταρρέουν – όχι με θεαματικό τρόπο, αλλά εσωτερικά, αθόρυβα, με μια υποχώρηση που δεν αφήνει σημάδια στην επιφάνεια.

Η σύγχρονη κοινωνία, εμποτισμένη από το φαντασιακό της απόδοσης και της αυτοβελτίωσης, έχει αποστραγγίσει τον χώρο για αδυναμία. Ακόμη και η θλίψη πρέπει να είναι «παραγωγική», να οδηγεί κάπου, να σε εξελίσσει. Σε αυτή την αποστειρωμένη αφήγηση, η κατάθλιψη δεν χωρά. Και όσοι τη βιώνουν, την κουβαλούν σαν ενοχή.

Η κατάθλιψη του σήμερα έχει πολλά πρόσωπα. Είναι η υπαρξιακή κόπωση του ανθρώπου που δεν βρίσκει πια νόημα στη διαδρομή. Είναι η αγχώδης εξάντληση από τον διαρκή έλεγχο και τις απαιτήσεις. Είναι η αποσύνδεση από το σώμα, το συναίσθημα, τις επιθυμίες. Είναι το “τίποτα δεν πάει τόσο άσχημα, αλλά τίποτα δεν με αγγίζει πια”.

Σε τέτοιες συνθήκες, ο λόγος χάνει την πυκνότητά του. Οι λέξεις γίνονται λειτουργικές, αποστειρωμένες. Η γλώσσα δεν αποδίδει το συναίσθημα. Και εκεί, στην άρνηση της κανονικότητας, η κατάθλιψη ψάχνει να βρει μια μορφή να εκφραστεί, μια διέξοδο να αναπνεύσει, και συναντά την ποίηση.

Η ποίηση δεν αποτυπώνει τη διάγνωση. Δεν την ερμηνεύει, δεν την υποκαθιστά. Αντίθετα, αντικρύζει το παράλογο, την ανακρίβεια, την ομίχλη στα μάτια– και από μέσα τους, γεννά ειλικρίνεια. Η ποίηση γίνεται ο τόπος όπου η κατάθλιψη δεν χρειάζεται να εκλογικευτεί. Απλά υπάρχει.

Ποίηση, κατάθλιψη και η ανάγκη για εσωτερικό τόπο

Υπάρχουν στιγμές όπου η καθημερινή γλώσσα δεν μπορεί να αποτυπώσει τον εσωτερικό κόσμο. Όταν το «είμαι καλά» έχει φορέσει τόσες διαφορετικές μάσκες, που πια δεν θυμάσαι ποιο είναι το πραγματικό πρόσωπο. Σε αυτές τις συνθήκες, η ποίηση, η κατάθλιψη και η ανάγκη για έναν προσωπικό εσωτερικό τόπο αλληλεπιδρούν σιωπηλά, αλλά με δυνάμεις τεκτονικές.

Η ποίηση, σε αντίθεση με την πρόζα ή τον στοχασμό, δεν επιβάλλει εξήγηση. Δεν έχει υποχρέωση να ολοκληρώσει το επιχείρημα. Αρκεί ένα θραύσμα, μια παύση, ένα γυμνό ουσιαστικό, για να συντεθεί η συγκίνηση και να καταγραφεί η αλήθεια. Κι αυτό είναι ουσιαστικό για την ψυχική συνθήκη που συνοδεύει την κατάθλιψη: εκεί όπου η ολότητα είναι ανυπόφορη, ο σπασμένος στίχος γίνεται βιώσιμος. Όταν η αφήγηση χάνει τον ειρμό της, η ποίηση του επιτρέπει να επιβιώσει σε κομμάτια.

Το σώμα, η ανάσα, η αίσθηση του χώρου, είναι όλα στοιχεία που ενσωματώνονται στην ποιητική πράξη με τρόπο που δεν επιδιώκει να καταγράψει το γεγονός, αλλά να κατοικήσει το συναίσθημα. Η κατάθλιψη, συχνά απροσδιόριστη και αμείλικτα παρούσα, δεν ζητάει επεξήγηση. Ζητάει αναγνώριση. Και αυτή την αναγνώριση την προσφέρει η ποίηση, όχι με όρους περιγραφής αλλά με όρους ύπαρξης.

Στο πλαίσιο αυτό, η ποίηση γίνεται εσωτερικός τόπος, αλλά όχι καταφύγιο με την έννοια της φυγής. Είναι μάλλον ένας τρόπος να μείνεις εκεί που πονάς, χωρίς να βουλιάξεις. Να σταθείς στη ρωγμή, όχι για να την επισκευάσεις, αλλά για να την παρατηρήσεις. Κι ίσως εκεί, στην ακρόαση αυτή, να αναγνωρίσεις και κάτι δικό σου.

 Κατάθλιψη που γίνεται ποίηση. Δίνοντας χώρο στις φωνές που ψιθυρίζουν όσα δεν λέγονται. Ποιητική συλλογή σΤα καλύτΕΡά μΑΣ, εκδόσεις Πηγή

Από τη διάγνωση στην αφήγηση: η κατάθλιψη αποκτά λέξεις και γίνεται ποίηση

Η κατάθλιψη σπάνια εκφράζεται στον χρόνο που της αποδίδει η ψυχιατρική διάγνωση. Δεν αναδύεται τη στιγμή της αξιολόγησης, ούτε κατονομάζεται όταν κάποιος πει «είμαι άρρωστος». Συνήθως, ξεδιπλώνεται μέσα στον χρόνο με έναν άλλον τρόπο, άρρητο, υπόγειο. Πιο συχνά αποκαλύπτεται σε μια γκρι διαδρομή προς τη δουλειά, σε μια αϋπνία που δεν έχει λόγο, ή στο αίσθημα πως κάθε φράση που εκστομίζεται είναι μία φράση λιγότερη απ’ ό,τι θα ήθελε κανείς να πει.

Η ποίηση δεν ζητά να καταγράψει την κατάθλιψη. Δεν λειτουργεί ως εξομολόγηση, ούτε ως ντοκουμέντο. Αυτό που κάνει, ωστόσο, είναι να προσφέρει έναν χώρο όπου το βίωμα μπορεί να αποκτήσει φωνή χωρίς να εξηγηθεί. Εκεί όπου η αφήγηση της ψυχικής δυσφορίας δεν χρειάζεται δομή ή χρονική σειρά. Δεν χρειάζεται ούτε τέλος.

Στη γραφή, και ειδικά στην ποιητική γραφή, η εμπειρία του πόνου δεν αποδίδεται «ως έχει». Αντίθετα, μεταμορφώνεται – όχι για να εξωραϊστεί, αλλά για να υπάρξει. Η κατάθλιψη, στη μορφή που απαντάται μέσα από την ποίηση, γίνεται γλώσσα με δικό της λεξιλόγιο. Αποσπασματικό. Ραγισμένο. Οικείο.

Σε αυτό το επίπεδο, η λέξη γίνεται αποτύπωμα – όχι μετάφραση. Δεν “μεταφέρει” το σύμπτωμα. Το γεννά. Το κατονομάζει με τη σφοδρότητα που μόνο η ποίηση μπορεί να επιτρέψει. Και εκεί, ανάμεσα στη ρωγμή του ρυθμού και στην απλότητα της εικόνας, η κατάθλιψη παύει να είναι αόρατη. Γίνεται αναγνωρίσιμη, όχι μόνο ως πάθηση, αλλά ως συνθήκη ύπαρξης.

Το να γράφεις, όταν είσαι μέσα σε αυτή τη σκοτεινή θάλασσα, δεν είναι πάντα πράξη λυτρωτική. Πολλές φορές είναι επίπονη, σχεδόν επικίνδυνη. Αλλά είναι και μία από τις ελάχιστες πράξεις που επιστρέφουν τον άνθρωπο στον εαυτό του. Όχι για να τον διορθώσουν – αλλά για να του υπενθυμίσουν ότι ακόμη υπάρχει.

Όταν το σώμα μιλά: ποίηση, κατάθλιψη και το αόρατο φορτίο

Υπάρχουν άνθρωποι που δεν λένε ότι δεν αντέχουν. Το δείχνουν με το πώς αναπνέουν. Με το πώς ξυπνούν κάθε πρωί με δυσκολία, με το πώς τεντώνουν τον λαιμό τους μηχανικά μπροστά σε μια οθόνη, με το πώς σηκώνουν τα μάτια τους ενώ μιλούν, σαν να περιμένουν κάτι να πέσει από τον ουρανό και να τελειώσει η μέρα. Δεν διατυπώνουν το συναίσθημα· το κουβαλούν. Και το σώμα τους είναι το πρώτο που το γνωρίζει.

Η κατάθλιψη, προτού κατονομαστεί, είναι σωματική. Το στομάχι που σφίγγεται χωρίς λόγο. Το δέρμα που γίνεται ευαίσθητο στις αλλαγές θερμοκρασίας. Η κόπωση που δεν αντιστοιχεί στον ύπνο που προηγήθηκε. Η δυσκολία στην αναπνοή, όχι επειδή υπάρχει εμπόδιο στους πνεύμονες, αλλά επειδή κάτι εμποδίζει τη βούληση.

Σε αυτό το πεδίο, η ποίηση δεν λειτουργεί ως καταγραφή των συμπτωμάτων. Είναι κάτι πιο άμεσο, πιο αληθινό: γίνεται η ίδια το σύμπτωμα. Ο ρυθμός του στίχου δεν είναι αισθητική επιλογή – είναι απόδοση της ακανόνιστης αναπνοής. Η παύση δεν είναι στιλιστική πρόθεση – είναι σύμπτωμα δισταγμού, βάρους, κόμπου.

Η ποιητική γραφή που γεννιέται μέσα στην κατάθλιψη αποτυπώνει το σώμα που αντιστέκεται να καταρρεύσει. Όχι με δράμα, αλλά με παραίτηση. Ο στίχος γράφεται κοφτά, χωρίς περίτεχνες καταλήξεις. Ο στίχος που δεν τελειώνει, ο στίχος που στέκεται μόνος του, γίνεται σιωπή ανάμεσα σε δύο παλμούς.

Ποίηση και κατάθλιψη συναντιούνται σε αυτό: στο σημείο όπου το σώμα δεν μπορεί να αντέξει πια τη σιωπή του. Κι έτσι, αρχίζει να μιλά με λέξεις που δεν είναι για να ειπωθούν – είναι για να γραφτούν.

Ρυθμός και αφαίρεση: η αρχιτεκτονική του συναισθήματος

Όταν η ψυχή υποφέρει, η γλώσσα δεν ακολουθεί αμέσως. Δεν είναι έτοιμη να αποδώσει με ακρίβεια αυτό που δεν έχει ακόμη διατυπωθεί εσωτερικά. Η ποίηση, όμως, δεν απαιτεί σαφήνεια. Επιτρέπει τη σιωπή μέσα στη φράση, την έλλειψη μέσα στη δομή. Γι’ αυτό και η ποίηση, η κατάθλιψη και η αποσπασματικότητα συναντιούνται στο επίπεδο της μορφής.

Η φόρμα του ποιήματος δεν είναι δευτερεύον στοιχείο. Δεν είναι περίβλημα του περιεχομένου. Είναι το ίδιο το περιεχόμενο σε άλλη γλώσσα. Όταν η εμπειρία της κατάθλιψης καταγράφεται, η επιλογή της σύντομης φράσης, της στροφής που αφήνει την πρόταση ανολοκλήρωτη, του κενού χώρου στη σελίδα, δεν είναι αισθητική πολυτέλεια. Είναι μέθοδος. Είναι ανάγκη.

Ένα ποίημα που μιλά για κρίση άγχους δεν θα μπορούσε ποτέ να γραφτεί σε μακροσκελή ελεγειακό ρυθμό. Δεν αντέχει τη διάρκεια. Η ανάσα κόβεται. Ο στίχος επίσης. Ο ρυθμός διακόπτεται γιατί ο εσωτερικός ρυθμός έχει ήδη χαθεί. Και σε αυτόν τον διακεκομμένο ρυθμό, ο αναγνώστης δεν «καταλαβαίνει» – συντονίζεται.

Η αφαίρεση δεν είναι υπεκφυγή. Είναι μηχανισμός προστασίας. Είναι η προσπάθεια να μείνει μόνο το απολύτως αναγκαίο. Όπως στην κατάθλιψη εξανεμίζονται οι επιθυμίες και οι προσδοκίες, έτσι και στην ποιητική γραφή περιορίζεται η φαντασία, οι εικόνες, τα περιττά. Το ποίημα ζητά μόνο μια πρόταση. Ή και μισή.

Η ελλειπτικότητα γίνεται ειλικρίνεια. Η παύση γίνεται αποδοχή. Ο λευκός χώρος στη σελίδα δεν είναι τυπογραφικό κενό· είναι το σημείο όπου ο αναγνώστης αναγκάζεται να σταθεί. Να εισπνεύσει.

Και ίσως εκεί, σε αυτή την ανάσα που δίνεται ανάμεσα στους στίχους, η ποίηση να σώζει – όχι ως απάντηση, αλλά ως σχήμα όπου χωρά ό,τι δεν χωράει αλλού.

 Κατάθλιψη που γίνεται ποίηση. Δίνοντας χώρο στις φωνές που ψιθυρίζουν όσα δεν λέγονται. Ποιητική συλλογή σΤα καλύτΕΡά μΑΣ, εκδόσεις Πηγή

Η ποίηση ως τρόπος να συνεχίσεις αναγνωρίζοντας την κατάθλιψη

Η ποιητική συλλογή σΤα καλύτΕΡά μας μετατρέπει το βάρος σε κίνηση

Δεν είναι εύκολο να συνεχίζεις. Όχι όταν όλα γύρω σου ζητούν ταχύτητα, απόδοση, ψυχραιμία. Όχι όταν κάθε ημέρα ξεκινά με τη φράση «πρέπει» και τελειώνει με την προσπάθεια να κοιμηθείς χωρίς δεύτερες σκέψεις. Μέσα σε αυτήν την πίεση, η ποίηση δεν εμφανίζεται ως πολυτέλεια – αλλά ως τρόπος. Τρόπος να σταθείς, να παραμείνεις, να κρατηθείς για λίγο από κάτι που δεν θα σε κρίνει.

Η ποίηση δεν χρειάζεται να εξηγεί. Χρειάζεται μόνο να επιτρέπει. Και ακριβώς αυτό προσφέρει η συλλογή σΤα καλύτΕΡά μΑΣ της Γαβριέλλας Κασάπη. Δεν έρχεται για να σε συγκινήσει με τεχνάσματα ή να σου δώσει απαντήσεις. Έρχεται για να μείνει δίπλα σου σε εκείνες τις σιωπηλές στιγμές που νιώθεις πως δεν έχεις να πεις τίποτα — αλλά έχεις ανάγκη να ακούσεις κάτι που σε καταλαβαίνει.

Η γραφή της Κασάπη είναι καθαρή, άμεση, αλλά όχι απλοϊκή. Χρησιμοποιεί λίγες λέξεις, με ουσία. Στηρίζεται στην παύση, στον ρυθμό, στην εσωτερική φωνή. Δεν επιβάλλεται στον αναγνώστη — του προσφέρει έναν χώρο. Έναν χώρο που λέει: εδώ μπορείς να μείνεις για λίγο, χωρίς να προσποιείσαι.

Τα ποιήματα κινούνται γύρω από συναισθήματα και εμπειρίες που δύσκολα ομολογούνται:

  • η καθημερινή κόπωση που δεν φαίνεται
  • το βάρος της προσποίησης
  • η επιθυμία να είσαι ορατός, ακόμη κι όταν νιώθεις αόρατος
  • η φωνή μέσα σου που σε αμφισβητεί

«Οι προσδοκίες φαίνονται ικανοποιημένες
Μάζεψες τα likes και αυτής της μέρας»

«Δεν σε θέλω
Πες μου γιατί δεν φεύγεις ποτέ;»

«Θα τους συναντήσεις σε συναυλίες κάποιας μπάντας
Θα τους δεις να μιλούν σε κάποιον αδιάφορο γνωστό…
Είναι άνθρωποι μόνοι
Να τους αγαπάς»

Αυτοί οι στίχοι δεν γράφτηκαν για να εκτεθούν. Γράφτηκαν για να συνομιλήσουν. Και μέσα από αυτή τη χαμηλόφωνη συνομιλία, η συλλογή γίνεται κάτι περισσότερο από ποιητικό βιβλίο — γίνεται συνοδοιπόρος.

Για όποιον έχει βρεθεί σε περιόδους όπου η σιωπή ήταν η μόνη δυνατή απάντηση. Για όποιον ένιωσε πως «είναι ακόμη εδώ», χωρίς να ξέρει γιατί. Για όποιον θέλει να θυμηθεί πώς είναι να σε καταλαβαίνουν χωρίς εξηγήσεις, σΤα καλύτΕΡά μΑΣ δεν υπόσχεται πολλά. Αλλά δίνει κάτι πολύτιμο: μια φωνή δίπλα στη δική σου.

📖 Αν έχεις ανάγκη από ποίηση που δεν κάνει θόρυβο αλλά κάνει αίσθηση, αναζήτησε τη συλλογή σΤα καλύτΕΡά μΑΣ της Γαβριέλλας Κασάπη.
Διάβασέ την χωρίς προσδοκίες. Ίσως σου δώσει λέξεις για εκείνα που νόμιζες πως δεν είχαν καμία. ΒΡΕΣ ΤΗΝ ΕΔΩ