Συνεντεύξεις

Mark da Costa: “Τα όρια μεταξύ ιστορίας και μυθοπλασίας διαπλέκονται.”

luw

 Γράφει η Βασιλική Ευαγγέλου Παπαθανασίου

Ο Mark Christopher da Costa γεννήθηκε στις 26/06/1993, ημέρα Σάββατο, ώρα 20:30 στην Αθήνα και σύμφωνα με τους αστρολογικούς κανόνες, του έλαχε να είναι Καρκίνος με Ωροσκόπο Αιγόκερω. Η ειμαρμένη τον προίκισε επίσης να είναι γόνος Ιρλανδοπορτογάλου πατέρα και Ελληνοαυστραλής μητέρας. Στην αναζήτηση των ριζών του η αγάπη του για την ελληνική του καταβολή οδήγησε τα ακαδημαϊκά του βήματα στη Φιλοσοφική και το Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Συνέχισε τη μετεκπαίδευσή του στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ) στο Ηλεκτρονικό Επιχειρείν & το Brand, ενώ ταυτόχρονα ενίσχυσε την αγάπη του για Την Τέχνη με σεμινάρια δημιουργικής γραφής.

Υποτασσόμενος από νωρίς στην καλλιτεχνική του φύση, σε ηλικία μόλις 12 ετών βραβεύτηκε με το 1ο βραβείο σε καλλιτεχνικό διαγωνισμό (Lions Club International) και έκτοτε οι επόμενες βραβεύσεις (3η θέση σε διαγωνισμό Πρωτόλειου Διηγήματος ‑ Κληροδότημα Αικατερίνης Λασκαρίδη [2012], Βράβευση και έκδοση Διηγήματος σε Λογοτεχνικό Διαγωνισμό των εκδόσεων iWrite [2017], 3η θέση στο ΦantastiCon του Hellenic American College (HAEC) στην κατηγορία του Horror [2018], Βράβευση και έκδοση στο λογοτεχνικό διαγωνισμό των εκδόσεων Γράφημα, διάκριση και βράβευση στο Bonsai Stories [2018]) του έδωσαν την απαιτούμενη ώθηση για την πραγματοποίηση του ονείρου του, που δεν ήταν άλλη από το να δει ένα ολόδικό του έργο να εκδίδεται.

Στην καθημερινότητά του ως νέος, ως «θύμα» και «θύτης» των καιρών, μοιράζεται τις σκέψεις του και την εικαστική του ανησυχία με φωτογραφίες και λέξεις μέσα από τον προσωπικό του λογαριασμό στο Instagram που μετρά σήμερα περισσότερους από 14.000 ακολούθους ανά τον κόσμο.

Ο Mark da Costa μας μίλησε για όλα όσα σκέφτεται για τη λογοτεχνία τη συγγραφή και τον έρωτα.

«Λύω, σιωπή» είναι ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου σας, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πηγή». Πού σταματά η ιστορία και πού η μυθοπλασία στο βιβλίο σας, κύριε Mark da Costa;

Στο «Λύω, σιωπή!» τα όρια μεταξύ ιστορίας και μυθοπλασίας, προσπάθησα να διαπλέκονται σε τέτοιο βαθμό, ώστε να είναι σχεδόν αδύνατον να τα ξεχωρίσει κανείς. Σε κάποια διηγήματα η μυθοπλασία επιτάσσεται για να γεμίσει τα κενά ή για να δώσει την λήξη μιας ιστορίας στα σημεία που η γνώση μου δεν επαρκεί. Σίγουρα όμως, το ζύγι της αναλογίας γέρνει προς τη μεριά του ρεαλισμού, μιας και το βιβλίο είναι γραμμένο έχοντας αντλήσει υλικό από πρωτογενές βιωματικό ίζημα, είτε αυτό σημαίνει την καταγραφή εμπειρικών καταστάσεων, είτε την αναδιήγηση ιστοριών και που έχουν καταφθάσει σε εμένα, ή των οποίων υπήρξα μάρτυρας. Είτε οι ιστορίες είναι αληθινές, είτε είναι πλασματικές, μικρή σημασία έχει, καθώς ως σκοπό τους έχουν την εσωτερική αναμόχλευση του καθενός. Όχι τόσο το αν κάτι έγινε ή όχι, όσο το γιατί έγινε, δίνοντας βάση στα ψυχολογικά κίνητρα των ηρώων και κυρίως στις αντιδράσεις τους απέναντι στις οριακές καταστάσεις της ζωής με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι.

Ο «Λύω» είναι ο σκύλος σας κύριε Mark da Costa. Σε σας πώς λειτούργησε αυτή η μορφή;

Όποιος είχε την τύχη να μαθητεύσει και να μεγαλώσει με έναν σκύλο για όσο μεγάλο ή μικρό διάστημα, μπορεί σίγουρα να αντιληφθεί την αξία και το μοναδικό δέσιμο που αναπτύσσεται ανάμεσα σε εκείνον και τον ιδιοκτήτη του. Ο Λύω μπήκε στη ζωή μου πριν από περίπου 12 χρόνια. Όταν τον πήρα βρισκόμουν σε μια πολύ ιδιαίτερη συνθήκη, όπου όλα έμοιαζαν ζοφερά και μάταια και το θνήσκειν καλύτερο από το ζην. Του έδωσα ένα λούτρινο κουκλάκι απ’ αυτά που είχα πιάσει με τα παιχνίδια με τους γάντζους με τα πενηντάλεπτα και ακόμα και εκείνο, ήταν μεγαλύτερό του θυμάμαι. Παρά το μέγεθός του, από τότε ακόμα, αυτή η σπιθαμή με ανάγκασε να αναλάβω ευθύνες, δικές μου και όσες αφορούσαν στην ανατροφή του. Μου έδωσε λόγο ύπαρξης κάνοντάς με να τον αγαπώ και να τον προσέχω. Έφερε σταδιακά φως σε κάθε πτυχή της ζωής μου, κάνοντάς με να νοιαστώ για κάτι όμορφο και αγνό, που πραγματικά αξίζει. Εκείνον. Κατά μία έννοια λοιπόν συνηθίζω να λέω πως ο Λύω είναι σκύλος-οδηγός μου μιας και με οδήγησε και με μεγάλωσε, και τώρα που μεγαλώνει και γερνάει σταδιακά, το ίδιο γίνομαι εγώ για εκείνον, ανταποδίδοντάς του όλα όσα μου έδινε μια ζωή, γράφοντάς του την πιο όμορφη ιστορία.

Ο έρωτας τι σημαίνει για εσάς;

Μεγαλώνοντας, πάντα είχα τον φόβο πως ποτέ δε θα μπορούσα να αισθανθώ τον έρωτα, ή να τον αναγνωρίσω, ή να τον αποδεχτώ ή ακόμα κι αν το έκανα, αναρωτιόμουν αν θα μπορούσα ποτέ να τον ζήσω με την ποιότητα που αξίζει σε κάθε άνθρωπο να τον ζήσει… Σήμερα, έπειτα από χρόνια, έχοντας αποτινάξει αρκετά από όσα με βάραιναν και έχοντας παλέψει με τον εαυτό μου -και όχι μόνο- για να χτίσω το πρόσφορο έδαφος που θα πληροί τις παραπάνω προϋποθέσεις, μπορώ να πω πως έχω την ευλογία να μπορώ να περιγράψω και τι σημαίνει. Για μένα ο έρωτας στην παρούσα φάση της ζωής μου, είναι αυτή η κινητήριος δύναμη που με κάνει να ξυπνάω κάθε μέρα νωρίτερα με χαμόγελο πριν καν φτιάξω καφέ, να επιλέγω το εκάστοτε τραγούδι της ημέρας ως υπόκρουση που θα πλαισιώσει τις πρώτες μου σκέψεις, τις πρώτες μου λέξεις που απευθύνω και αφιερώνω με βιντεομηνύματα στον άνθρωπό μου, φροντίζοντας να τον κάνω να ξυπνάει καθημερινά με χαμόγελο, υπενθυμίζοντάς του πόσο μοναδικός είναι και πόσο ευγνώμων αισθάνομαι σε ό,τι έκανε τις πορείες μας να διασταυρωθούν. Είναι η συνεργασία στην κουζίνα για την παρασκευή του φαγητού. Ή η κατανομή εργασιών για τον καθαρισμό του σπιτιού. Είναι τα βράδια εκείνα που πιέζεις τον εαυτό σου να μην κοιμηθεί και προσπαθείς να παγώσεις τον χρόνο, προσπαθώντας να τα κάνεις να κρατήσουν για πάντα, ή εκείνα που ξαγρυπνάς πάνω από τον άλλον, προσπαθώντας να αποστηθίσεις κάθε πόρο, κάθε φακίδα, κάθε ανάσα που παίρνει, αλλά όχι με τον creepy τρόπο με τον οποίο μπορεί αυτό να ακούγεται. Χαχα! Είναι το συναίσθημα που κάνει την φαντασία να καλπάζει σε μελλοντικά σενάρια που το ίδιο αυτό συναίσθημα εξακολουθεί να υπάρχει και έχει λειτουργήσει επικουρικά στην εκπλήρωση των ονείρων σας, τα οποία και αποτελούν πλέον μια απτή πραγματικότητα που απολαμβάνετε. Ο έρωτας είναι η απόλυτη ελευθερία του να εκφέρεις τον λόγο, τις σκέψεις, την ίδια σου την ύπαρξη στο μοναδικό άνθρωπο επί Γης που εκπέμπει στο ίδιο μήκος κύματος και που μπορεί να καταλάβει μέσα και γύρω και πίσω από τα βλέμματα, τις κινήσεις και τις λέξεις.
Θα κλείσω οικειοποιούμενος μια φράση που διάβασα κάποτε, που μου έμεινε και συνοψίζει τη μακρολογία μου και πάει κάπως έτσι: “Έρωτας είναι η συνάντηση δύο ψυχών που αποδέχονται πλήρως το σκοτάδι και το φως μέσα τους, δεσμευμένες από το θάρρος που τις διέπει για να αναπτυχθούν μέσα από την πάλη, στην ευδαιμονία”. Αυτός για εμένα είναι ένας πολύ όμορφος ορισμός του έρωτα.

Στο μυθιστόρημά σας η μοίρα οδηγεί σε ανεξερεύνητα μονοπάτια. Πιστεύετε ότι η μοίρα είναι αυτή που καθορίζει τις ζωές μας ή οι ίδιοι επιλέγουμε τη ζωή μας κύριε Mark da Costa;

Τον ίδιο προβληματισμό εγείρω και στον επίλογο του βιβλίου, χρησιμοποιώντας την οικεία φράση των παραμυθιών “Μία φορά και έναν καιρό…” δίνοντας βάση σ’ αυτή τη «Μία (και μοναδική) φορά» που οδηγεί τους ήρωες στο ευτυχισμένο τους τέλος, υπαινισσόμενος πως κάθε ευκαιρία που μας έρχεται στη ζωή, μπορεί να είναι και εκείνη η “Μία”. Στην πραγματικότητα, δεν πιστεύω πως η ειμαρμένη ορίζεται από την Κλωθώ, την Λάχεση και την Άτροπο, ούτε φυσικά πως όσα μας βρίσκουν γίνονται κι εντελώς τυχαία. Αυτό είναι και το κομβικό σημείο της ελεύθερης βούλησης και της νόησης για τη διαχείριση των ζωών μας. Όποια κι αν είναι η συνθήκη που βιώνουμε, πιστεύω πως έχουμε άμεσο αντίκτυπο στο να την ανατρέψουμε, να προχωρήσουμε ή να γίνουμε μεμψίμοιροι. Κοινώς, όλα στο χέρι μας είναι.

Πώς θα το χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας;

Αληθινό. Πολύχρωμο. Σκληρό. Κοινωνικό. Ωμό. Ελπιδοφόρο. Επίκαιρο.

Πόσο καιρό κράτησε η προετοιμασία και η έρευνα που κάνατε ώσπου ν’ αρχίσετε να γράφετε το συγκεκριμένο βιβλίο, κύριε Da Costa;

Το “Λύω,σιωπή!” ξεκίνησε να γεννιέται σταδιακά μέσα στα χρόνια με διάφορες ιστορίες να αποθηκεύονται μέσα μου, αποζητώντας λύτρωση και έναν τρόπο να λεκτικοποιηθούν και να μοιραστούν με τον κόσμο. Αναφορικά με την έρευνα που χρειάστηκε, αυτή ερχόταν με την στιγμή της σύλληψης της ιδέας. Πρέπει να έχουν περάσει συνολικά γύρω στα 5 χρόνια από την ημέρα που γράφτηκε η πρώτη ιστορία, μέχρι την ημέρα που επιμελήθηκα το τελευταίο “και” του βιβλίου. Συστηματική ενασχόληση με το βιβλίο είχα περίπου 1,5 χρόνο πριν την έκδοσή του, και ο λόγος για τον οποίο δείλιαζα να το καταθέσω για αξιολόγηση, έγκειται στην ιδιαίτερη φύση του περιεχομένου του. Πλέον, απλά ελπίζω να μην περάσουν άλλα τόσα χρόνια μέχρι να γραφτεί και να εκδοθεί το 2ο επίσημα βιβλίο μου, χαχα!

Ποιο είναι το αγαπημένο σας υλικό και ποια η βάση για να ξεκινήσετε να γράφετε ένα βιβλίο;

Αγαπημένο υλικό συγγραφής…. Χμμμ σίγουρα αφορά σε όσα θέλω να γράψω για να δημιουργήσω ένα δυνατό ερέθισμα στους αναγνώστες, είτε πρόκειται για μυθιστορηματική γραφή είτε για ρεαλισμό. Κοινή βάση όλων νομίζω πως αποτελεί το βίωμα και η εμπειρία. Νιώθω πολύ οικεία και συγχρόνως ευάλωτος όταν γράφω εμπνεόμενος από το προσωπική εμπειρία, αλλά ταυτόχρονα βρίσκω μια μορφή ίασης και ψυχοθεραπείας μέσα απ’ αυτήν τη διαδικασία.

Η συγγραφή «επιβάλλει» καθαρό μυαλό κι ένα είδος ηρεμίας από οποιουσδήποτε εξωτερικούς παράγοντες;

Θεωρώ πως πρόκειται ξεκάθαρα για μια υποκειμενική κατάσταση. Σε κάποιες σχολές δημιουργικής γραφής που έχω παρακολουθήσει, άλλοι εισηγητές ισχυρίζονται πως ναι, άλλοι πάλι διισχυρίζονται πως όχι. Οφείλω να ομολογήσω πως εγώ ανήκω τρόπον τινά στη χωρία και των μεν και των δε. Σχεδόν πάντα γράφω όταν βρίσκομαι σε μια κατάσταση έντονου ψυχικού πάθους που συνήθως συνοδεύεται και από την ανάλογη κατάσταση μυαλού. Έπειτα, αφού αισθανθώ έτοιμος και πιο ήρεμος να προσεγγίσω την ιστορία που έχω καταγράψει, τότε την ξαναπιάνω και ξεκινάω να εργάζομαι πάνω στη ραχοκοκαλιά που έχω χτίσει, βγάζοντας τα περιττά και προσθέτοντας όσα αρμόζουν. Οπότε κατά κύριο λόγο ναι, συμφωνώ. Η συγγραφή όπως και κάθε καλλιτεχνική δραστηριότητα απαιτεί την φωτιά που θα πυροδοτήσει την ενασχόληση με αυτήν, που ωστόσο χρήζει χαλιναγώγησης, ώστε να επιτευχθεί η ορθή χρήση λογοτεχνικών αρετών και τεχνασμάτων, καθώς και η σωστή τεχνική προσέγγιση. Αρετές που απαιτούν συστηματική εξάσκηση που φέρνει την κατάρτιση.
Είναι η διαδικασία της συγγραφής μια διαισθητική διεργασία, εμποτισμένη από τις εμπειρίες του συγγραφέα;
Κατεξοχήν πιστεύω πως είναι. Αν δεν έχεις μία ένταση, μια θεματολογία, μια κατάσταση, μια ιδέα που να μην χωράει μέσα σου και να θες να την εκτονώσεις, τότε δύσκολα δημιουργείς τέχνη. Πόσο μάλλον λογοτεχνία που είναι και η κορωνίδα της επικοινωνιακής τέχνης μιας και βασίζεται στον λόγο αυτό καθαυτό. Η εμπειρία, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο μεταβιβάζεται σε λέξεις που από το δημιουργό τους έχουν επιλεχθεί, ώστε να σημαίνουν κάτι παραπάνω απ’ αυτό που φαινομενικά δηλώνουν και εκεί έγκειται και η μαγεία της λογοτεχνίας. Στην έρευνα και στο στύψιμο του νου, ώστε να αντιληφθεί ο αναγνώστης τι πραγματικά εννοεί ο συγγραφέας ή γιατί διάλεξε από τις χιλιάδες, την συγκεκριμένη λέξη.

Αν σας ζητήσω να θυμηθείτε την πρώτη μολυβιά, τις πρώτες λέξεις από το βιβλίο σας μέχρι σήμερα, όλη αυτή η πορεία τι αφήνει στη καρδιά σας;

Ευγνωμοσύνη σε όποιον επένδυσε έστω και ελάχιστο από το χρόνο του ή το υστέρημά του για να διαβάσει έστω και μια λέξη απ’ αυτές που έγραψα και ευτυχία που το συγκεκριμένο βιβλίο με μεγάλωσε λίγο περισσότερο. Από τη συγγραφή, στην παρουσίαση, στην προώθησή του, σε αυτήν την συνέντευξη, συνεχίζει να μου δίνει συνεχώς εμπειρίες που με γεμίζουν με συγκίνηση. Το πιο όμορφο είναι όταν ξυπνάω το πρωί και έχω μηνύματα από ανθρώπους που μόλις έχουν ολοκληρώσει την ανάγνωση και μοιράζονται μαζί μου τα συναισθήματά τους, μα κυρίως τις δράσεις που ανέλαβαν μετά την ολοκλήρωση του βιβλίου. Ειλικρινά, το «Λύω, σιωπή!» δίνει το έναυσμα και αποτελεί κάλεσμα στον καθένα να λύσει την σιωπή του για όσα τον ταλανίζουν και να ελευθερωθεί από τα δεσμά που τον κρατούν πίσω. Όταν αυτό γίνεται πράξη, τότε αισθάνομαι πραγματικά ευτυχισμένος.

Ζούμε σε μια εποχή που η λογοτεχνία διαθέτει μια μεγάλη «γκάμα» συγγραφέων. Ποια είναι η άποψη σας γι’ αυτό;

Νομίζω πως η ίδια αρχή επικρατούσε και θα επικρατεί σε κάθε εποχή, ωστόσο η διαφορά με τη δική μας γενιά, είναι πως εξαιτίας του ασθματικού ρυθμού ζωής και της ανάλωσης στην ευκολία, το αναγνωστικό κοινό καθώς και οι άνθρωποι που γράφουν εξυπηρετούν ακριβώς αυτήν την ευκολία, δίχως να υπηρετούν την Τέχνη. Και αυτό ισχύει για όλα τα είδη της τέχνης και για όλους τους καλλιτέχνες, πόσο μάλλον για όσους ασχολούνται με την λογοτεχνία. Ως εκ τούτου, απαιτείται ένας διαχωρισμός ανάμεσα σε λογοτέχνες και ανθρώπους που απολαμβάνουν τη συγγραφή. Κι αυτό γιατί η λογοτεχνία δε γίνεται κατά παραγγελία κάθε Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο προγραμματισμένα για να ανέβει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και να εκβιάσει ένα και μόνο συναίσθημα. Είναι η συνεχής τριβή με τη ζωή και η καταγραφή της με τρόπο έντεχνο που οδηγεί σε κλιμακώσεις και ενδοσκόπηση κι συλλήβδην αλλαγή της θέασης του κόσμου και όχι σε πυροτεχνήματα της στιγμής που εκφράζουν σε μια ατάκα το «τώρα». Φυσικά αυτές οι εκρήξεις είναι που τραβάνε ενδεχομένως τις μάζες και βγαίνουν πιο “κερδισμένες” υπό πολλές έννοιες και ούτε είναι κατακριτέο κάτι τέτοιο, αρκεί ο καθένας να αναγνωρίζει το ρόλο που επιτελεί. Χαίρομαι που υπάρχει μεγάλη γκάμα ανθρώπων που γράφουν και εξίσου χαίρομαι επίσης που απεναντίας υπάρχει μικρή γκάμα γνήσιων λογοτεχνών. Όλοι εκφράζουν κάτι. Όλοι δημιουργούν κάτι και όλοι έχουν το κοινό τους. Η πολυφωνία, είναι αναπόσπαστο κομμάτι του δημοκρατικού φρονήματος, χωρίς αυτό απαραίτητα να σημαίνει πως οι φωνές που ακούγονται περισσότερο είναι και οι σωστές φωνές. Αρκεί ο καθένας μέσα στον όχλο, να βρει τη φωνή που τον εκφράζει περισσότερο και να την ενισχύσει.

Με ποια βιβλία μεγαλώσατε και ποια είναι τα αγαπημένα βιβλία της ζωής σας, κύριε Da Costa;

Ήμουν και εξακολουθώ να είμαι πολύ περήφανος nerd- ουλας. Έπαιζα με τις ώρες βιντεο-παιχνίδια και όταν δεν έκανα αυτό, διάβαζα comics της DC και της Marvel και λογοτεχνικά βιβλία. Ό,τι μπορούσε να πέσει στα χέρια μου. Ιδιαίτερη αγάπη είχα στον Stephen King και όλα του τα έργα. Από το Salem’s Lot, στην Κάρυ, στο Αυτό μέχρι που έπεσα με τα μούτρα στο Σιλμαρίλιον του J.R.R Tolkien και τον Άρχοντα Των Δαχτυλιδιών. Έργα που διάβασα και εντάσσονται πλην των προηγουμένων στα αγαπημένα μου είναι η τριλογία του Σουηδού Stieg Larsson “Millennium”, η «Κόλαση» του Δάντη Αλιγκέρι και έργα του Πόε, όπως και κυρίως λόγω σπουδών πάντα με εντυπωσίαζε η αριστουργηματική λογοτεχνική δεινότητα με την οποία έχουν γραφτεί τα Ομηρικά έπη.

ΠΗΓΗ maxmag.gr
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΛΥΩ, ΣΙΩΠΗ!