Συνεντεύξεις

Συνέντευξη της Αντιγόνης Σδρόλια στον “Ταχυδρόμο”

Αντιγόνη Θ. Σδρόλια, Της Μηχανής το Φόρεμα, Εκδόσεις Πηγή - www.pigi.gr

Η εκπαιδευτικός και συγγραφέας μιλά στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ για το καινούργιο της μυθιστόρημα

Συνέντευξη στην ΕΛΕΝΑ ΝΤΑΒΛΑΜΑΝΟΥ,

εκπαιδευτικό – συγγραφέα

Βουτιά στον κόσμο των σφουγγαράδων επιχειρεί η εκπαιδευτικός και συγγραφέας Αντιγόνη Σδρόλια με το νέο μυθιστόρημά της, το οποίο τιτλοφορείται «Της Μηχανής το Φόρεμα» και κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Πηγή. Η παρουσίαση του βιβλίου πραγματοποιήθηκε χθες Κυριακή 1 Δεκεμβρίου στο Παλιό Γαλλικό Ινστιτούτο, στην οδό Γ. Καρτάλη 72 με Ροζού. Για το βιβλίο μίλησε η πρόεδρος του Συνδέσμου Φιλολόγων Βίκυ Μαντζώρου. Η δημοσιογράφος Ροσσάνα Πώποτα θα συνομίλησε με τη συγγραφέα και το κοινό. Αποσπάσματα διάβασε ο Δημήτρης Κουτσοδημήτρης. Η εκδήλωση πλαισιώθηκε από τους μουσικούς Κωνσταντίνο Ζεμπίλα φωνή, Κώστα Γεδίκη μπουζούκι, λαούτο και Στάθη Σαρρή κιθάρα. Στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ η όμορφη συνομιλία μας με την αγαπημένη συγγραφέα.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε το νέο σας βιβλίο «Της μηχανής το φόρεμα» από τις εκδόσεις Πηγή. Μιλήστε μας λίγο για την ιστορία.

Το μυθιστόρημα πραγματεύεται το θέμα της σπογγαλιείας και ειδικότερα τις επιπτώσεις από τη χρήση του σκάφανδρου. Αυτό είναι το γενικό ιστορικό πλαίσιο. Ωστόσο στο μικροσκόπιο τίθενται οι απλοί άνθρωποι, τη ζωή των οποίων παρακολουθούμε.

Οι βασικοί ήρωες είναι δύο αδέρφια, δύτες, που αναπτύσσουν ανταγωνιστική σχέση τόσο στη δουλειά, όσο στον έρωτα. Ο Βαγγέλης και ο Κωνσταντής ανταγωνίζονται για την καρδιά της Λεμονιάς, αλλά και για την επικράτηση του σκάφανδρου. Ο Βαγγέλης εγκαταλείπει το χωριό και την αγαπημένη του κι ακολουθεί τον καθηγητή Φλέγελ στη διεθνή σταυροφορία του κατά των σκάφανδρων. Είναι κοντά του στα ταξίδια, στις πολιτικές συγκρούσεις, στα διπλωματικά παιχνίδια. Η Λεμονιά φέρει το παιδί του Βαγγέλη, όμως αναγκάζεται να παντρευτεί τον Κωνσταντή. Το χωριό ακμάζει προσωρινά, ωστόσο η νόσος των δυτών, η χρεοκοπία, οι πόλεμοι, οδηγούν σταδιακά στη φτώχεια και τη μετανάστευση. Η ζωή του Βαγγέλη μετά από χρόνια σμίγει με τη ζωή της Λεμονιάς στην Αμερική. Το μυστικό της δεν αποκαλύπτεται ποτέ.

Στο βιβλίο η μυθοπλασία πλέκεται σφιχτά με την ιστορία, η στεριά με τον βυθό, ο έρωτας με τον ανταγωνισμό και τη διεκδίκηση…

Τι αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για το βιβλίο;

Η κύρια πηγή της συγγραφής και της τέχνης γενικά είναι η έμπνευση. Είναι κάτι που έρχεται ξαφνικά κι ανέλπιστα. Η Μούσα των αρχαίων; Το υποσυνείδητο; Ή μήπως οι εικόνες της καθημερινότητας, που συσσωρεύονται, ασφυκτιούν και αναζητούν τρόπο να μετουσιωθούν σε κάτι άλλο; Θεωρώ ότι η έμπνευση, από όπου κι αν πνέει, ξεκινά ως αόριστο συναίσθημα, ως γενική σύλληψη, ως ξαφνική φαεινή ιδέα, αλλά χρειάζεται επειγόντως τη λογική να την υποτάξει και να της δώσει σχήμα.

Χωρίς αμφιβολία, πηγή έμπνευσης για το μυθιστόρημα αποτέλεσε η μητρική καταγωγή μου από το Τρίκερι, το θρυλικό ναυτοχώρι του Πηλίου. Η ιστορία του τόπου, τα βιώματα, οι αφηγήσεις των μεγαλυτέρων, ο σφουγγαράς παππούς, οι συγγενείς που αποκαλύφθηκαν στο Βαλπαραϊζο της μακρινής Χιλής, ήταν πηγές αστείρευτες που τροφοδότησαν την έμπνευση.

Η ιδέα να γράψω κάτι για τους σφουγγαράδες υπήρχε στο μυαλό μου αρκετά χρόνια πριν. Απόκτησε δομή όμως, μόνο όταν γνώρισα την προσωπικότητα του Καρόλου Φλέγελ. Η σύλληψη της ιδέας πήρε σάρκα και οστά, όταν έμαθα για εκείνον τον ανθρωπιστή, που παρέμεινε ιδεαλιστής μέχρι το τέλος της ζωής του. Παρ’ ότι επρόκειτο για σπουδαία προσωπικότητα, ελάχιστοι γνωρίζουν για τη δράση του και τη συμβολή που είχε στο λεγόμενο σπογγαλιευτικό ζήτημα της Μεσογείου.

Πρόκειται για ένα βιβλίο φόρο τιμή στους σφουγγαράδες. Βασίζεται σε αληθινά γεγονότα;

Ο ιστορικός πυρήνας σαφέστατα υπάρχει. Είναι η ελληνική νησιωτική κοινωνία της εποχής 1880 – 1930. Αλλωστε για να αναβιώσεις μια εποχή, είναι απαραίτητο να βασιστείς σε αληθινά γεγονότα και μαρτυρίες που θα προκύψουν με επίπονη έρευνα. Στο μυθιστόρημά μου το ιστορικό πλαίσιο υπάρχει και αναδεικνύεται συστηματικά, ώστε να εξυπηρετηθεί το ζητούμενο της αληθοφάνειας και της πειστικότητας. Για να βουτήξει ο αναγνώστης στην κατασκευασμένη ζωή ενός μυθιστορήματος, πρέπει να πεισθεί πως αυτή η ζωή υπάρχει. Γι’ αυτό οι ήρωες πρέπει να ζουν, να κινούνται, να φέρονται φυσιολογικά, «κατά το εικός και το αναγκαίον», με δυο λόγια πρέπει να πείθουν για την ύπαρξή τους.

Κάποτε τα σκάφανδρα έφερναν πολλά χρήματα στους σφουγγαράδες. Ομως το τίμημα ήταν βαρύ, αφού κάθε χρόνο εκατοντάδες σακατεύονταν στα βάθη της θάλασσας, χτυπημένοι από τη νόσο των δυτών. Τον 19ο αιώνα μάλιστα προέκυψε το λεγόμενο σπογγαλιευτικό ζήτημα. Τότε ξεκίνησε ένας τιτάνιος αγώνας απαγόρευσης των σκάφανδρων από τους σπογγαλιείς, οι οποίοι πέρα των άλλων, με τη χρήση των μηχανικών μέσων απογύμνωναν τον βυθό με την εντατική αλιεία των σφουγγαριών. Η ζωή τους ήταν δύσκολη και βουτούσαν, γιατί δεν είχαν άλλον τρόπο να επιβιώσουν. Προέρχονταν κυρίως από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και βλέπουμε πως τότε προέκυπταν και ταξικά θέματα, μέσα από τις συγκρούσεις των μεγαλοκαπεταναίων με τα πληρώματά τους.

Ενιωσα, λοιπόν, την ανάγκη να αποτίσω φόρο τιμής σε αυτούς και κατά συνέπεια στους προγόνους μου.

Γιατί επιλέχθηκε ο συγκεκριμένος τίτλος;

Τόσο ο τίτλος, όσο και το εξώφυλλο του βιβλίου καθιστούν σαφές το περιεχόμενο της πλοκής. «Μηχανή» είναι το σκάφανδρο και μηχανικός είναι ο δύτης που το φορά. Ολη η στολή του δύτη με τα εξαρτήματά της είναι το «φόρεμα». Κλειδώνει στο κεφάλι την «περικεφαλαία» και καταδύεται στη μάχη του βυθού.

Παραθέτω ένα χαρακτηριστικό παράθεμα από το βιβλίο, που δικαιολογεί τον τίτλο του:

«Τη φαντάστηκε να τον ντύνει κι αυτή με τη σειρά της. Να του περνά τη φαρδιά αδιάβροχη ολόσωμη στολή του δύτη, προσεκτικά, μην τον γδάρει το σκάφανδρο, μην του ερεθίσει τον λαιμό που κοκκινίζει στην αφή του μετάλλου, αφήνοντας φιλί σε κάθε μέρος που καλύπτει το λάστιχο. Να στερεώνει τον χάλκινο θώρακα ψηλαφώντας με τα χέρια της το στήθος του. Να τον ζώνει τη ζώνη με τα γαντζούδια, να του κρεμά τα μολύβια στην τραχηλιά. Να σκύβει και να του φορά ένα ένα τα βαριά μολυβοπάτωτα παπούτσια, να του περνά λαστιχένια βραχιόλια στα χέρια. Μετά να του στεριώνει στους ώμους τη βαριά ατσαλένια περικεφαλαία και να την κλειδώνει στη μεταλλική πλάκα. Φηλί – κλειδί κι εκεί κι εγγύηση επιβίωσης».

Κεντρικός ήρωας της ιστορίας είναι ο Κάρολος Φλέγελ. Σκιαγραφήστε μας το προφίλ του.

Φαινομενικά οι πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος είναι τα δυο αδέρφια, ο Βαγγέλης και ο Κωνσταντής, δημιουργήματα της μυθοπλασίας κι οι δυο, αλλά στην πραγματικότητα ο αθέατος και μεταφυσικός κεντρικός ήρωας του βιβλίου είναι ένα υπαρκτό πρόσωπο, ο Λιθουανός ανθρωπιστής Κάρολος Φλέγελ, θερμός πολέμιος του σκάφανδρου.

Ο καθηγητής κλασικών γλωσσών Φλέγελ, το 1892 βρέθηκε στην Κάλυμνο. Συγκλονισμένος από τους παραλυτικούς σφουγγαράδες που αντίκρισε κι από τον βαρύ φόρο αίματος που πλήρωναν για να βγει το μεροκάματο, προσπάθησε να πείσει τους δύτες να επιστρέψουν στις παραδοσιακές μεθόδους σπογγαλιείας και να απαρνηθούν τη «μηχανή», το σκάφανδρο. Ετσι, αποφάσισε να κάνει διεθνή εκστρατεία σε όλα τα κράτη της Μεσογείου ενάντια στο σκάφανδρο. Τα Δωδεκάνησα τότε ανήκαν ακόμη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ άλλα ψαροχώρια, όπως το Τρίκερι και η Ερμιόνη, βρίσκονταν στην επικράτεια του ελληνικού κράτους. Προκλήθηκε λοιπόν ανταγωνισμός ανάμεσα στις περιοχές στις οποίες επιτρεπόταν η χρήση του σκάφανδρου και σε αυτές όπου είχε απαγορευθεί η χρήση του. Το θέμα πήρε και πολιτικές διαστάσεις.

Ο Κάρολος Φλέγελ, σε μια μεταφυσική διάσταση, φαίνεται να κινεί τα νήματα της μυθοπλασίας. Ομως η εξέλιξη δεν ήταν δυνατό να ανακοπεί. Μοιραία λοιπόν η μάχη που δίνει είναι άνιση. Ούτε τη χρήση των σκάφανδρων κατάφερε να σταματήσει, ούτε τα σφουγγάρια έσωσε. Εκανε όμως, ως γνήσιος ανθρωπιστής, το χρέος του. Το χρέος προς τη ζωή. Οι Καλύμνιοι έπιναν νερό στ’ όνομά του, αλλά σήμερα είναι παντελώς αγνοημένος.

Στο βιβλίο ταξιδεύει ο αναγνώστης από το Τρίκερι, την Κάλυμνο και τη Σύμη, μέχρι τη Φλόριντα. Πώς έγινε η επιλογή των τοποθεσιών; Σας συνδέει κάτι με κάποια από αυτές;

Πράγματι η μυθοπλασία ξεκινά από το Τρίκερι και όσο η ιστορία ξετυλίγεται φτάνουμε στα Δωδεκάνησα, κυρίως στην Κάλυμνο και τη Σύμη, και καταλήγουμε το Τάρπον Σπρινγκς, μία περιοχή στη Φλόριντα, όπου υπήρξε έντονη μετανάστευση Δωδεκανησίων.

Η αρχική επιλογή της κεντρικής τοποθεσίας της δράσης προφανώς σχετίζεται με τη μητρική μου καταγωγή από το Τρίκερι, γιατί δεν είναι δυνατό να αναπαραστήσεις ένα χώρο ή μια κοινωνία που ελάχιστα γνωρίζεις. Θα μπορούσα, φερ’ ειπείν, να τοποθετήσω την πλοκή στην Κάλυμνο. Πώς όμως θα εξασφάλιζα την αληθοφάνεια και την πειστικότητα, εφόσον δεν γνωρίζω τον τόπο και τις συνήθειές του; Στόχος μου είναι να πειστεί ο αναγνώστης ότι όλα τα διαδραματιζόμενα συνέβησαν στ’ αλήθεια κι ας ξέρουμε όλοι ότι είναι προϊόντα μυθοπλασίας. Οταν οι αναγνώστες μού εκμυστηρεύονται ότι αναγνωρίζουν στο βιβλίο πρόσωπα και καταστάσεις, τότε αντιλαμβάνομαι ότι έχω πετύχει τον στόχο μου.

Οι άλλες τοποθεσίες επιλέχθηκαν λόγω της πλοκής. Κατά κάποιον τρόπο τις επέλεξαν οι ήρωες. Λόγου χάρη, όταν η ηρωίδα αποφασίζει να ακολουθήσει τον δρόμο της υπερπόντιας μετανάστευσης, μοιραία η πλοκή μεταφέρεται στο Ellis Island, στην Νέα Υόρκη και τελικά στο Τάρπον Σπρινγκς.

Περιγράφετε με πολλές λεπτομέρειες το επάγγελμα του σφουγγαρά και ό,τι σχετίζεται με αυτό. Πώς προέκυψαν όλα αυτά τα στοιχεία; Υπήρξε κάποιου είδους έρευνα;

Πάλι θα επιστρέψω στο θέμα της αληθοφάνειας. Αληθοφάνεια δεν σημαίνει αλήθεια, αλλά οικοδόμηση ενός κόσμου που να μπορεί να σταθεί από μόνος του χωρίς να αφήνει χαραμάδες που να αλλοιώνουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο ζουν και κινούνται οι ήρωες. Ο επαρκής αναγνώστης έχει την απαίτηση το μυθιστόρημα να είναι πειστικό, να είναι συνεπές με την εποχή της δράσης. Δεν είναι ανεκτό να αφήνεται μετέωρος και να αμφισβητεί την αλήθεια του κειμένου.

Επομένως, χρειάστηκε να κάνω αρκετή έρευνα για τους σφουγγαράδες, τον Φλέγελ και την εποχή του, ανατρέχοντας κυρίως στο εξαιρετικό αρχείο των «Καλυμνιακών Χρονικών» και σε άλλες έντυπες και ηλεκτρονικές πηγές.

Ποια είναι τα μελλοντικά συγγραφικά σας σχέδια;

Προς το παρόν δεν ξέρω αν θα προκύψει κάποιο νέο βιβλίο. Είμαι στην αναζήτηση της φαεινής ιδέας που θα πυροδοτήσει την έμπνευση. Ωστόσο είμαι πάντοτε σε αναζήτηση του καλού βιβλίου. Για μένα «καλό βιβλίο» είναι αυτό που
σε μαγεύει με τον λόγο του, έχει πλοκή που σε συνεπαίρνει και δεν θέλεις να το αφήσεις από τα χέρια σου, θυσιάζεις τον ύπνο σου για να δεις τη συνέχεια, ενώ οι ήρωές του σε ακολουθούν ακόμη κι αν έχεις διαβάσει και την τελευταία του σελίδα.

Μια ευχή για τους αναγνώστες σας!

Να βρίσκουν βιβλία, που να τους ταξιδεύουν!

Σας ευχαριστώ θερμά και εύχομαι πάντα επιτυχίες!

Κι εγώ σας ευχαριστώ και προσκαλώ εσάς και τους αναγνώστες της εφημερίδας σε μια ελεύθερη κατάδυση με ή χωρίς σκάφανδρο!