Συνεντεύξεις

Μια ματιά στις κρυφές πτυχές του βιβλίου “Το Προσωπείο” της Κατερίνας Δουρμούση

to-prosopeio-psyxologiko-thriler

 

Συνέντευξη Βίκυ Ζηλιασκοπούλου

 

Σήμερα στους Θεματοφύλακες Λόγω Τεχνών, θα γνωρίσουμε την κ. Κατερίνα Δουρμούση, συγγραφέα του βιβλίου «Το Προσωπείο» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πηγή.

Καλησπέρα, κ. Δουρμούση, σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο που μας διαθέτετε. Το «Προσωπείο» είναι το πρώτο σας μυθιστόρημα. Ήταν εύκολη η απόφαση να καταγράψετε τις σκέψεις σας; Στην πράξη, η διαδικασία συγγραφής του βιβλίου αποδείχτηκε πιο εύκολη ή πιο δύσκολη απ’ ό,τι το φανταζόσασταν;

Κ.Δ. Η καταγραφή των σκέψεών μου ήταν κάτι που συνήθιζα να κάνω από τα εφηβικά  μου χρόνια, όταν, θέλοντας να βρω διέξοδο στα ζητήματα που με απασχολούσαν, κρατούσα προσωπικό ημερολόγιο, το οποίο αποτελούσε τον κυριότερο τρόπο έκφρασης για μένα. Πέρα από αυτό όμως, κατά διαστήματα είχα πολλές ιδέες που ήθελα να αναπτύξω, ωστόσο πάντα υπήρχε κάτι που δεν μου επέτρεπε να το κάνω, που είχε σχέση άλλοτε με τη διάθεσή μου και άλλοτε με τις υποχρεώσεις μου. Νομίζω πως ήρθε η ώρα να εκμυστηρευτώ κάτι που ελάχιστοι άνθρωποι γνωρίζουν. Το βιβλίο αυτό άρχισα να το γράφω πριν είκοσι χρόνια. Τότε έγραψα περίπου το ένα τρίτο από Το Προσωπείο κι έπειτα το έργο μου έμεινε στο συρτάρι. Όντας αφοσιωμένη στην οικογένειά μου, ήταν αδύνατον να συνεχίσω τη συγγραφή του. Αποφάσισα να το ολοκληρώσω τα τρία τελευταία χρόνια. Τόσο τότε, όσο και τώρα, η διαδικασία της συγγραφής ήταν απολαυστική, παρόλο που απαιτούσε συνέπεια και πολλή ενέργεια, δεδομένου ότι για καθετί που είχε να κάνει με επιστημονικά δεδομένα έπρεπε να γίνει εμπεριστατωμένη μελέτη. Συνεπώς, για αυτόν τον λόγο, ίσως η διαδικασία τελικά να ήταν σχετικά δυσκολότερη από όσο αρχικά περίμενα.

Όταν ξεκινήσατε να γράφετε, υπήρχε στο μυαλό σας ολόκληρη η ιστορία ή ήρθαν όλα σταδιακά στην πορεία; Υπήρξε κάποιο συμβάν του οποίου γίνατε μάρτυρας το οποίο δημιούργησε μέσα σας τα πρόσωπα και την πλοκή ή απλά ήρθαν στο μυαλό σας χωρίς κάποιο ερέθισμα;

Κ.Δ. Δεν υπήρχε κάποιο συγκεκριμένο ερέθισμα που δημιούργησε τους χαρακτήρες ή την πλοκή. Ήθελα να γράψω ένα βιβλίο για μια γυναίκα που ζει με έναν κατά συρροή δολοφόνο που ζει ανάμεσά μας. Όταν ξεκίνησα να γράφω, είχα στο μυαλό μου ολόκληρη σχεδόν την ιστορία, εκτός από το τέλος, για το οποίο είχα σκεφτεί δύο διαφορετικές εκδοχές.

Είχα λοιπόν ένα πλάνο με βάση το οποίο κινήθηκα, ωστόσο στην πορεία έκανα αρκετές τροποποιήσεις, μια και η συγγραφή είναι μια μαγική, ζωντανή διαδικασία για μένα, και καθώς η ιστορία εξελισσόταν, μαζί της και οι ήρωες ήταν σαν να αποζητούσαν το να πάρουν τα πράγματα μια άλλη τροπή από αυτήν που αρχικά θεωρούσα ότι ήταν η πιο ενδιαφέρουσα. Φυσικά, στο να γίνουν οι αλλαγές αυτές συνέβαλε και το γεγονός που προανέφερα, ότι το βιβλίο ξεκίνησε να γράφεται περίπου είκοσι χρόνια πριν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, όπως διαφορετικό τρόπο σκέψης, άλλη οπτική και μεγαλύτερο βαθμό ωριμότητας.

Πιστεύω ότι η συγγραφή ενός βιβλίου που έχει ως κεντρικό θέμα μια νόσο είναι εξαιρετικά δύσκολη, αφού εκτός από τη ροή της ιστορίας πρέπει να φροντίσεις να μείνεις κοντά και στα ιατρικά δεδομένα. Πώς αποφασίσατε να ρισκάρετε με ένα τέτοιο δύσκολο εγχείρημα, όντας πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέας;

Κ.Δ. Ένα μεγάλο μέρος των γνώσεων που απαιτούσε η συγγραφή του βιβλίου το είχα αποκτήσει αρκετά πριν ξεκινήσω να το γράφω. Άρχισα να μελετώ βιογραφίες κατά συρροή δολοφόνων κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στο Βερμόντ, όπου έμεινα για λίγο προκειμένου να ολοκληρώσω έναν κύκλο σπουδών. Εκεί επίσης, αφού προηγουμένως μου είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον το γεγονός των μαζικών δολοφονιών στα σχολεία και όχι μόνο, συνομίλησα με πολλούς ανθρώπους για το θέμα αυτό, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι σχεδόν κατά κανόνα οι δράστες έπασχαν από κάποια ψυχική νόσο. Στην πορεία των χρόνων, η επιστήμη της ψυχολογίας άρχισε να με γοητεύει όλο και περισσότερο. Έτσι έκανα μια σειρά από σχετικά μαθήματα στο British Columbia University, ενώ παράλληλα μελέτησα και πολλά βιβλία με θέμα το συγκεκριμένο αντικείμενο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το να μπορώ να πλάσω τον χαρακτήρα του Δημήτρη χωρίς να κάνω κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια, αφού είχα ήδη αποκτήσει όλα τα δεδομένα που χρειαζόντουσαν. Δεν ένιωσα ούτε μια στιγμή ότι έπαιρνα κάποιο ρίσκο, παρόλο που ήταν ένα απαιτητικό θέμα. Παρ’ όλα αυτά, στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφέρω ότι ο σκοπός μου ήταν να κάνω τον αναγνώστη να κατανοήσει το πόσο υποφέρουν οι άνθρωποι αυτοί αλλά και οι οικείοι τους, και όχι να γράψω ακόμα ένα βιβλίο από τα πολλά που υπάρχουν για έναν κατά συρροή δολοφόνο, γι’ αυτό και δεν έχει δοθεί η μεγαλύτερη έμφαση στη δράση, αλλά στην ανάλυση των χαρακτήρων σε βάθος. Αυτό είναι κάτι που σε κάποιους αρέσει, αλλά κάποιους που προσδοκούν ατελείωτο suspense μπορεί να τους απογοητεύσει.

Δώσατε στον Δημήτρη, τον πρωταγωνιστή του βιβλίου σας, μια ψυχασθένεια. Η ψυχιατρική και η ψυχολογία (ως επιστήμη) παίζει κάποιο ρόλο στη ζωή σας;

Κ.Δ. Αν ξεκινούσα από την αρχή τη ζωή μου, παρόλο που είμαι ευγνώμων για όσα έχω καταφέρει, θα ήθελα να κάνω ένα επάγγελμα σχετικό με αυτές τις επιστήμες. Θεωρώ συναρπαστική τη μελέτη του ανθρώπινου νου. Επίσης, είναι γεγονός ότι ζούμε σε έναν κόσμο όπου γύρω μας βλέπουμε πολλές πληγωμένες ψυχές που διψούν για βοήθεια. Θεωρώ πως το να έχω κάποιες στοιχειώδεις γνώσεις ψυχολογίας, κάνει ευκολότερο για μένα το να διαχειρίζομαι κάποιες καθημερινές καταστάσεις στους χώρους που κινούμαι. Αυτές οι γνώσεις δεν μας κάνουν ειδικούς σε καμία περίπτωση, αλλά είναι κάτι που μας βοηθά να αντιμετωπίσουμε με σοβαρότητα ανθρώπους που μας περιβάλλουν και πάσχουν από διάφορες παθήσεις, δίχως προκατάληψη, δίχως να τους στιγματίζουμε ή να συγχέουμε τα διαφορετικά περιστατικά μεταξύ τους. Τέλος, έτσι μπορούμε να αναγνωρίσουμε ακόμα και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε εμείς οι ίδιοι, και να κινηθούμε προς τη σωστή κατεύθυνση για να τα επιλύσουμε είτε μόνοι είτε με τη βοήθεια των επαγγελματιών ψυχικής υγείας.

Ο Δημήτρης, εκτός από την προϋπάρχουσα ψυχοπάθεια, είχε και την ατυχία να μεγαλώσει σε μια οικογένεια που θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε δυσλειτουργική. Πιστεύετε ότι υπήρχαν ελπίδες να μην ακολουθήσει τον δρόμο που μας περιγράφετε στο βιβλίο;

Κ.Δ. Παρόλο που ο ρόλος των γενετικών παραγόντων είναι αμφιλεγόμενος, υπάρχουν ενδείξεις ότι υπάρχει συσχετισμός μεταξύ κάποιων  συγκεκριμένων χαρακτηριστικών και της προδιάθεσης προς τη βία. Στην προκειμένη περίπτωση θα μπορούσε να υπάρχει κάτι αντίστοιχο στην ευρύτερη οικογένεια του Δημήτρη, που ωστόσο δεν αναφέρεται κάπου. Το σίγουρο είναι ότι όταν κανείς βιώνει αντίστοιχες τραυματικές καταστάσεις, δεδομένου ότι ο ρόλος της μάνας είναι κομβικός, είναι περισσότερο πιθανόν να υποκύψει στις ισχυρές συναισθηματικές παρορμήσεις που νιώθει. Σαφώς και δεν είναι απαραίτητο, ωστόσο, οποιοσδήποτε μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον σαν το δικό του να παρουσιάσει μια ακραία εξέλιξη όπως εκείνη του Δημήτρη.

Η οικογένεια της Μαρίνας είναι πιο συνηθισμένη, οι γονείς της κάνανε λάθη στα οποία είναι εύκολο να υποπέσει ο καθένας από εμάς. Θεωρείτε ότι υπάρχει τρόπος να μη γίνονται οι γονείς τόσο χειριστικοί ίσως και άθελά τους;

Κ.Δ. Το προφίλ που υιοθετεί κανείς ως γονέας, θεωρώ ότι είναι σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένο από τον τρόπο που έχει ο ίδιος μεγαλώσει μέσα στην οικογένειά του. Έτσι, ασυνείδητα ακολουθούμε συγκεκριμένα γονεϊκά πρότυπα. Σαφώς και υπάρχουν και άλλοι παράγοντες οι οποίοι συμβάλλουν σε αυτό. Κάτι που κάνει τους γονείς χειριστικούς είναι η ανάγκη τους να εκπληρώσουν τις προσωπικές τους φιλοδοξίες μέσα από τα παιδιά τους, είτε γιατί οι ίδιοι δεν κατάφεραν να φτάσουν όσο ψηλά θα ήθελαν και να καταξιωθούν, είτε γιατί θέλουν να διατηρηθεί το υψηλό status της οικογένειας. Τέλος, τα παιδιά είναι ευκολότερο να τα χειριστεί κανείς κι έτσι πέφτουν θύματα των γονιών που έχουν την ανάγκη να επιβληθούν, ίσως γιατί δεν μπορούν να το κάνουν με άλλους ανθρώπους, ή γιατί απλά αυτό είναι στοιχείο της προσωπικότητάς τους. Καθένας από εμάς που αποφασίζει να φέρει ένα παιδί στον κόσμο, πρέπει να σκέφτεται ότι τα παιδιά μας δεν μας ανήκουν. Επιτυχημένος γονιός είναι εκείνος που ενθαρρύνει την αυτενέργεια αφού πρώτα έχει προσφέρει στο παιδί όλα τα εργαλεία που χρειάζεται, στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό, για να χτίσει τον δικό του κόσμο όπως εκείνο επιθυμεί. Αν καταφέρουμε να το κατανοήσουμε αυτό και παράλληλα κάνουμε προσπάθεια να μην αναπαράγουμε τα λάθη των γονέων μας, τότε θα μπορέσουμε να αποφύγουμε αυτή την καταστροφική πρακτική.

Η λογοτεχνία τι θέση έχει στη ζωή σας; Περνάτε ώρες διαβάζοντας βιβλία; Ποιο είδος είναι το αγαπημένο σας, αυτό που θα σας βοηθήσει να χαλαρώσετε;

Κ.Δ. Το διάβασμα ήταν πάντα μέρος της καθημερινότητάς μου. Εξάλλου, είναι γεγονός ότι δεν μπορεί κανείς να γράφει αν δεν διαβάζει ο ίδιος. Δυστυχώς όμως, μια γυναίκα όπως εγώ που εργάζεται και παράλληλα έχει οικογένεια, είναι δύσκολο να διαβάζει τόσο όσο θα ήθελε. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού μπορώ να πω ότι περνάω πολύ χρόνο διαβάζοντας. Σε ό,τι αφορά τα είδη της λογοτεχνίας που αγαπώ, μπορώ να πω ότι τελευταία προτιμώ περισσότερο την ελληνική λογοτεχνία, αλλά γενικά διαβάζω οτιδήποτε μου φαίνεται ενδιαφέρον.

Μπορείτε να μας προτείνετε ένα βιβλίο ή έναν συγγραφέα που αγαπήσατε στα παιδικά ή εφηβικά σας χρόνια καθώς και στην ενήλικη ζωή σας;

Κ.Δ. Θα επιλέξω να προτείνω ένα βιβλίο που πρέπει να διαβάσουν μικροί και μεγάλοι. Είναι Ο Γλάρος Ιωνάθαν Λίβινγκστον του Richard Bach. Είναι ένα βιβλίο που διαβάζοντάς το κανείς, καταλαβαίνει ότι αξίζει να προσπαθεί να πραγματοποιήσει τα όνειρα και τους στόχους του, δίχως να πτοείται από τις αντιξοότητες ή τις αδυναμίες του. Χωρίς να βάζει όρια στον εαυτό του. Γιατί πάντα μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι.

Κλείνοντας, και αφού σας ευχαριστήσω για την ειλικρίνειά σας, θα θέλατε να πείτε κάτι στους αναγνώστες μας;

Κ.Δ. Η Μαρίνα, που στην ουσία είναι η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, αποζητά τη λύτρωση και τη γιατρειά της ψυχής της μέσα από την ψυχοθεραπεία, της οποίας γεύεται τα δώρα και τελικά κατορθώνει όχι μόνο να αντιμετωπίσει τις παθογένειες που κουβαλά από παιδί, αλλά και να επιφέρει την κάθαρση στη ζωή της. Ο μέσος Έλληνας δεν γνωρίζει αρκετά πράγματα για την αξία της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας. Πολλοί είναι εκείνοι που, όντας προκατειλημμένοι, θεωρούν πως το να ζητήσει κανείς τη βοήθεια ενός θεραπευτή τον καθιστά αδύναμο.

Ωστόσο, η Μαρίνα είναι ένα λαμπρό παράδειγμα ενός ανθρώπου που, δίχως τη βοήθεια ενός ειδικού, δεν θα μπορούσε να κατορθώσει να διεκδικήσει τη ζωή που της αξίζει. Αυτό αποτελεί μία παρότρυνση προς το αναγνωστικό κοινό της χώρας μας στο οποίο απευθύνεται Tο Προσωπείο, να αναζητήσει βοήθεια αν το φορτίο που η ζωή τον καλεί να σηκώσει είναι πολύ βαρύ για τους ώμους του.

 

ΠΗΓΗ ΘΕΜΑΤΟΦΥΛΑΚΕΣ ΛΟΓΩ ΤΕΧΝΩΝ

ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ