Άρθρα - απόψεις

“Ένας χορός Φωτός και Σκότους, ένας χορός που είναι έρωτας και πόλεμος”

staxth

Η νουβέλα «Στάχτη στα Μάρμαρα» είναι ένα κράμα ιστορικής φαντασίας, vampire fiction και αισθηματικής ιστορίας, ένα βιβλίο που με διέλυσε ψυχολογικά και έγινε ένα από τα πιο αγαπημένα μου όλων των εποχών.

Γράφεο η Ζωή Τσούρα

Είμαι αθεράπευτα ερωτευμένη με αυτό το βιβλίο, τους χαρακτήρες του και την ιστορία που αφηγείται. Σε σημείο που γελάνε μαζί μου, γιατί με ρωτάνε περί τίνος πρόκειται και γιατί μου άρεσε τόσο πολύ, κι εγώ είτε μένω μουγκή γιατί δεν έχω λόγια είτε λέω πάρα πολλά μαζί και δεν βγάζω νόημα. Ίσως γραπτά, να βγάλω λίγο περισσότερο.

Ήταν ένας περίεργος κόσμος αυτός στον οποίο ζούσαν οι ίδιοι άβουλοι θνητοί, έρμαια στα μυστήρια καπρίτσια των θεών. Στο τέλος, τι είχαν δικό τους παρά μόνο το πάθος, για να πληγώνουν τον εαυτό τους, για να αποδείξουν πως ήταν ζωντανοί.

Ο κεντρικός χαρακτήρας είναι ο Ζήνωνας. Ο Ζήνωνας μεγάλωσε στην Ελλάδα του φωτός, στην Ελλάδα των αρχαίων θεών, της ομορφιάς και της αρμονίας. Μα ο παράδεισός του χάθηκε όταν σε αυτόν εισέβαλαν οι χριστιανοί, που ισοπέδωσαν τα πάντα και έπνιξαν την ομορφιά στο αίμα και το μίσος. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο Ζήνωνας δέχεται μία επίθεση και μεταμορφώνεται σε βρικόλακα. Καταδικασμένος πια να περιπλανιέται στους αιώνες μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, βλέπει ό,τι αγαπά να χάνεται, τον κόσμο να αλλάζει, γίνεται ένα πλάσμα γεμάτο πικρία και μίσος, γίνεται ένα θηρίο. Μα τα χρόνια κυλούν, και όταν τον δέκατο ένατο αιώνα γνωρίζει έναν νεαρό Άγγλο Λόρδο ο οποίος αγαπά σφόδρα την Ελλάδα, μία παντοδύναμη αχτίδα φωτός διαπερνά για πρώτη φορά το έρεβος της ψυχής του.

Από εκεί και έπειτα ξεκινά ένας χορός Φωτός και Σκότους, ένας χορός που είναι έρωτας και πόλεμος ταυτόχρονα. Ο καθένας με τη δική του γοητεία, τον δικό του μαγνητισμό και το δικό του δέλεαρ, πότε νικάει και πότε χάνει, πότε έλκει και πότε απωθεί, πότε έλκεται και πότε απομακρύνεται. Η αθανασία, ο θάνατος, η ανθρωπιά, το ήθος, περνούν από τις σελίδες σαν χαρακτήρες αρχαίου δράματος, πλαισιώνοντας τους πρωταγωνιστές, άλλοτε ψιθυρίζοντας σαν τον Όφι της Εδέμ και άλλοτε ουρλιάζοντας σαν Ερινύες, άλλοτε οδηγώντας στην καταβαράθρωση και άλλοτε στη λύτρωση. Και μέσα σε όλα αυτά η κινητήριος δύναμη, η Επανάσταση, να κυλάει σαν ποτάμι λάβας ανάμεσά τους και να σπρώχνει μπροστά την Ιστορία, δίχως έλεος, δίχως σταματημό, μία σκληρή και άπονη θεά ξυπόλητη και ματωμένη, που με μετρημένα βήματα οδηγεί στο τέλος.

Οδηγεί στο Μεσολόγγι.

«Υποθέτω πως… γράφω γιατί αυτό ακριβώς επιθυμώ, την αθανασία. Αν παραδιδόμουν όμως σε αυτό που προσφέρεις, τότε είναι που θα πέθαινα πραγματικά. Η επιθυμία μας να γινόμαστε καλύτεροι, να υπερβαίνουμε τον εαυτό μας και να διεκδικούμε το δικαίωμά μας στην ευτυχία έχει να κάνει με τη γνώση της συντομίας της ζωής. Προσπαθούμε να λάμψουμε όσο πιο δυνατά μπορούμε, για να αφήσουμε πίσω ένα ίχνος του περάσματός μας πριν σβήσουμε και χαθούμε οριστικά. Όλα αυτά που άφησαν οι αρχαίοι για μας είναι ένα πολύ ζωντανό παράδειγμα αυτής της αλήθειας. Αν ξέραμε πως θα ζούσαμε για πάντα, τότε γιατί να νοιαστούμε;»

Αυτή είναι μία ερωτική ιστορία που με χτύπησε με την ίδια πρωτόγονη, σαρωτική δύναμη που με είχε χτυπήσει και το «Ρωμαίος κι Ιουλιέτα» πριν δύο δεκαετίες, όταν για πρώτη φορά διάβαζα αυτό το αριστούργημα του Σαίξπηρ. Αλλά αυτή εδώ η ιστορία έχει ένα πλεονέκτημα: την Επανάσταση. Την ιστορικά πραγματική, τη δύσκολη, την τραγική, τη «δική μας» επανάσταση, δίνοντάς της τον ρεαλισμό που δεν συναντάμε στα βιβλία ιστορίας, την ανθρώπινη σκοπιά που υπάρχει έξω από τους αριθμούς και τις στατιστικές.

Η ιστορία του «Στάχτη στα Μάρμαρα» μίλησε μέσα μου όχι μόνο λόγω της ίδιας της πλοκής, αλλά και λόγω της γραφής. Είμαι σίγουρη ότι το αποτέλεσμα δεν θα ήταν το ίδιο αν δεν είχε δοθεί από την εξαιρετική γραφή του κ. Χατζηγιώργη. Για μένα είναι αν όχι η κορυφαία πένα στο ελληνικό φανταστικό αυτή τη στιγμή, σίγουρα μία από τις κορυφαίες. Γιατί; Γιατί σ’ τα δίνει όλα. Και τη δράση, και την αγωνία, και την ενδοσκόπηση, και το συναίσθημα, και την ατμόσφαιρα, και την εικόνα, και τις αισθήσεις – όλα σε σωστές αναλογίες, όλα ισορροπημένα. Νιώθεις τα πάντα, ζεις την ιστορία. Και σας καλώ να τη ζήσετε κι εσείς, να θυμώσετε, να πονέσετε, να κλάψετε και τελικά να βιώσετε τη στοιχειωτική και καθηλωτική εμπειρία που φέρει τον τίτλο «Στάχτη στα Μάρμαρα».

Σας αφήνω με ένα ποίημα του ίδιου του Λόρδου Βύρωνα, που τόσο ταιριάζει σε αυτό το βιβλίο. Λέγεται “When we two parted” (συγχωρέστε με, δεν το βρίσκω μεταφρασμένο στα ελληνικά):

When we two parted / In silence and tears, / Half broken-hearted / To sever for years,

Pale grew thy cheek and cold, / Colder thy kiss; / Truly that hour foretold / Sorrow to this.

The dew of the morning / Sunk chill on my brow / It felt like the warning / Of what I feel now.

Thy vows are all broken, / Αnd light is thy fame; / I hear thy name spoken, / And share in its shame.

They name thee before me, / Α knell to mine ear; / A shudder comes o’er me / Why wert thou so dear?

They know not I knew thee, / Who knew thee too well / Long, long shall I rue thee, / Too deeply to tell.

In secret we met / In silence I grieve, / That thy heart could forget, / Thy spirit deceive.

If I should meet thee / After long years, / How should I greet thee? / With silence and tears.

Περίληψη:  «Είχε τα χείλη του πάνω στην παλλόμενη φλέβα του λαιμού του, ένιωθε το κάθε του χτυποκάρδι. Ο ιδρώτας του είχε ξινή γεύση, λίγο το ένοιαζε το βαμπίρ. Αν μπορούσε θα τον ρουφούσε ολόκληρο. Και ο πειρασμός ήταν τεράστιος καθώς η επιλογή ήταν εκεί, έτοιμη, δελεαστική. Ένα παραπέτασμα ισχνής πέτσας χώριζε τους κυνόδοντες του Ζήνωνα από το αίμα του αγαπημένου του. Σε λίγα λεπτά μέσα μπορούσε να τον σώσει, να τον κάνει αληθινά αθάνατο, να ζήσουν ο ένας δίπλα στον άλλον μέσα στους αιώνες».

Ο Λόρδος Βύρωνας ψυχορραγεί στο Μεσολόγγι. Λίγο πριν κερδίσει τη δοξασμένη αθανασία, τον ταλανίζει ο πειρασμός μιας απόδρασης σε μιαν άλλη, καταραμένη αιωνιότητα. Αυτή είναι η ιστορία του έρωτα δύο δαιμόνων, του ποιητή που αγάπησε ένα τυραννισμένο έθνος και του τέρατος που καταργήθηκε στο πάθος του για τον ποιητή. Από την αρχαία ως την τουρκοκρατούμενη Αθήνα, τα σκοτεινά δάση των Κελτών, τα αιματηρά πεδία των μαχών της Ευρώπης και την πανουκλιασμένη Βενετία, το αέναο ταξίδι του βρικόλακα Ζήνωνα κλείνει στα χώματα που διεκδικούν την καρδιά του δαίμονα, δίνοντας άνθιση στο όνειρο της λύτρωσης.

ΠΗΓΗ thematofylakes.gr
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΑΧΤΗ ΣΤΑ ΜΑΡΜΑΡΑ